Άρθρο του Τομεάρχη Περιβάλλοντος και Ενέργειας του ΣΥΡΙΖΑ-ΠΣ και βουλευτή Β΄Θεσσαλονίκης, Σωκράτη Φάμελλου, σε ειδική έκδοση της εφημερίδας «Μακεδονία» με τίτλο «Ενέργεια, Ανακύκλωση, Περιβάλλον».
«Η πλήρης αντικατάσταση των ορυκτών καυσίμων με ΑΠΕ δεν πρέπει να αφορά λίγους επιχειρηματικούς ομίλους όπως συμβαίνει σήμερα, αλλά τα οφέλη της πράσινης μετάβασης πρέπει να διαχυθούν με σχέδιο σε όλη την κοινωνία και σε όλη την επιχειρηματικότητα. Με βάση τις ασκούμενες πολιτικές, υπάρχει σοβαρός κίνδυνος η Ελλάδα να μείνει πίσω στον «κλιματικό» και ενεργειακό ανταγωνισμό, να έχουμε υψηλό κόστος ενέργειας και να αγοράζουμε ακριβότερα «πράσινα» προϊόντα από άλλες χώρες, ενώ μεγάλα ποσοστά της κοινωνίας να κινδυνεύουν από μία νέας μορφής ενεργειακή φτώχεια και από κοινωνικό αποκλεισμό, λόγω της αδυναμίας τους να ανταπεξέλθουν οικονομικά στο κόστος αγοράς νέων πράσινων τεχνολογιών», σημειώνει ο Τομεάρχης Περιβάλλοντος και Ενέργειας του ΣΥΡΙΖΑ-ΠΣ, Σωκράτης Φάμελλος, σε άρθρο του που δημοσιεύτηκε στις 20.12.2020, σε ειδική έκδοση της εφημερίδας «Μακεδονία» με τίτλο «Ενέργεια, Ανακύκλωση, Περιβάλλον».
Υπογραμμίζει πως η αξιοποίηση του Ταμείου Ανάκαμψης θα μπορούσε να αποτελέσει μία ιστορική ευκαιρία μετά την πανδημία ώστε να ενσωματωθεί στην πράξη η κλιματική και περιβαλλοντική διάσταση αλλά, τα δείγματα γραφής της πολιτικής ηγεσίας του υπουργείου Περιβάλλοντος και Ενέργειας ΥΠΕΝ, και γενικότερα της κυβέρνησης Μητσοτάκη, δεν αφήνουν πολύ χώρο για αισιοδοξία. Αναφέρεται συγκεκριμένα σε στρεβλώσεις που δημιουργεί στην αγορά ηλεκτρισμού, στην αύξηση του κόστους ηλεκτρισμού από όταν ανέλαβε η κυβέρνηση της ΝΔ, στην ιδεοληπτική εμμονή της στις ιδιωτικοποιήσεις και στην ενέργεια και στην απόφασή της να μη στηρίξει τις Ενεργειακές Κοινότητες καθώς και τους μικρούς και μεσαίους παραγωγούς Ανανεώσιμων Πηγών Ενέργειας.
Κλείνει το άρθρο του περιγράφοντας την πρόταση του ΣΥΡΙΖΑ-Προοδευτική Συμμαχία για το Ταμείο Ανάκαμψης με χρηματοδοτήσεις, όπως αναφέρει, που διαχέουν το επιχειρηματικό και κοινωνικό όφελος και δημιουργούν καλά αμειβόμενη εργασία. Ενεργειακή πολιτική με κοινωνική δικαιοσύνη δηλαδή πρόσβαση νοικοκυριών και επιχειρήσεων σε προσιτές τιμές ενέργειας, ενίσχυση του πλουραλισμού παραγωγών ΑΠΕ, με στήριξη των Ενεργειακών Κοινοτήτων και στοχευμένες παρεμβάσεις για την καταπολέμηση της ενεργειακής φτώχειας. «Η ενέργεια μπορεί να αποτελέσει εργαλείο της πολιτικής που θα μειώνει της ανισότητες και δε θα χωρίζει, ακόμα μια φορά, την Ελλάδα σε προνομιούχους και μη. Και μπορεί να αποτελέσει τη βάση για μία κοινωνική συμφωνία που θα μας οδηγήσει σε ένα άλλο μοντέλο παραγωγής και πολιτικής».
Ακολουθεί το πλήρες άρθρο:
Ενώ η κλιματική κρίση επιτάσσει τον άμεσο μετασχηματισμό των οικονομιών και των κοινωνιών μας, παρατηρείται, ακόμη και σήμερα, μεγάλη απόσταση μεταξύ λόγων και έργων στη διεθνή κοινότητα, αλλά και καθυστερήσεις κατανόησης και ανταπόκρισης αρκετών χωρών στο νέο αυτό περιβάλλον. Για την Ελλάδα η ενεργειακή μετάβαση προς μία κλιματικά ουδέτερη κοινωνία και οικονομία αποτελεί παράλληλα ευκαιρία αλλά και κίνδυνο.
Η πλήρης αντικατάσταση των ορυκτών καυσίμων με ΑΠΕ οφείλει να συνδυαστεί με σοβαρές παρεμβάσεις εξοικονόμησης ενέργειας στα κτίρια και στην παραγωγική διαδικασία με συνολικές αλλαγές στον τομέα των μεταφορών και της παραγωγής ώστε, να κατευθυνθούμε προς ένα μοντέλο μικρότερης ενεργειακής έντασης αλλά και μικρότερης έντασης πόρων εισάγοντας τις αρχές της κυκλικής οικονομίας. Η αλλαγή αυτή δεν πρέπει να αφορά λίγους επιχειρηματικούς ομίλους όπως συμβαίνει σήμερα, αλλά τα οφέλη της πράσινης μετάβασης πρέπει να διαχυθούν με σχέδιο σε όλη την κοινωνία και σε όλη την επιχειρηματικότητα. Με βάση τις ασκούμενες πολιτικές, υπάρχει σοβαρός κίνδυνος η Ελλάδα να μείνει πίσω στον «κλιματικό» και ενεργειακό ανταγωνισμό, να έχουμε υψηλό κόστος ενέργειας και να αγοράζουμε ακριβότερα «πράσινα» προϊόντα από άλλες χώρες, ενώ μεγάλα ποσοστά της κοινωνίας να κινδυνεύουν από μία νέας μορφής ενεργειακή φτώχεια και από κοινωνικό αποκλεισμό, λόγω της αδυναμίας τους να ανταπεξέλθουν οικονομικά στο κόστος αγοράς νέων πράσινων τεχνολογιών.
Πρέπει να λάβουμε ακόμη υπόψη και το ότι, η Ελλάδα είναι μία από τις πιο ευάλωτες χώρες στην Ευρώπη ως προς τις συνέπειες της κλιματικής αλλαγής και άρα υπάρχει ιδιαίτερη ανάγκη για παρεμβάσεις ενίσχυσης της ανθεκτικότητας της χώρας κυρίως σε σχέση με τις φυσικές καταστροφές και την παράκτια ζώνη.
Η αξιοποίηση του Ταμείου Ανάκαμψης θα μπορούσε να αποτελέσει μία ιστορική ευκαιρία μετά την πανδημία ώστε να ενσωματωθεί στην πράξη η κλιματική και περιβαλλοντική διάσταση. Τα δείγμα τα γραφής της πολιτικής ηγεσίας του υπουργείου Περιβάλλοντος και Ενέργειας ΥΠΕΝ, και γενικότερα της κυβέρνησης Μητσοτάκη, δεν αφήνουν πολύ χώρο για αισιοδοξία. Η αύξηση των τιμολογίων της ΔΕΗ τον Σεπτέμβριο του 2019 και η στρέβλωση του ανταγωνισμού προς όφελος των προμηθευτών, και όχι των καταναλωτών, οδήγησε σε τιμές λιανικής έως και τέσσερις φορές πάνω από τη χονδρική μέσα στην πανδημία. Τα στοιχεία της Eurostat για το πρώτο εξάμηνο του 2020 δίνουν ακριβότερο ρεύμα κατά 8,38% σε σχέση με το δεύτερο εξάμηνο του 2019. Δημιουργήθηκε παράλληλα, εκ νέου, έλλειμμα στον Ειδικό Λογαριασμό για τις ΑΠΕ που οδηγεί σε νέες εισφορές και σε κλίμα αναξιοπιστίας στις επενδύσεις ΑΠΕ παρότι ο κύριος Χατζηδάκης παρέλαβε, το 2019, πλεόνασμα και αποθεματικό ασφαλείας.
Ταυτόχρονα η κυβέρνηση της Νέας Δημοκρατίας προχωρά, με ιδεοληπτική εμμονή, στην ιδιωτικοποίηση των ενεργειακών δικτύων διανομής ηλεκτρικής ενέργειας και φυσικού αερίου, το τελευταίο μάλιστα θα δοθεί σε ένα ιδιωτικό μονοπώλιο για όλη την Ελλάδα. Και αυτά εν μέσω πανδημίας όπου ελλοχεύει ο κίνδυνος υποδομές στρατηγικής σημασίας κρίσιμες για τη μετάβαση να εκχωρηθούν σε αναξιόπιστους επενδυτές και σε ιδιαιτέρως χαμηλές τιμές.
Από την άλλη βέβαια η κυβέρνηση παγώνει το θεσμό-τομή των ενεργειακών κοινοτήτων και τη χρηματοδότησή τους. Έτσι η Ελλάδα χάνει μια ευκαιρία για πολλαπλασιασμό των παραγωγών συναινέσεις για τις χωροθετήσεις ΑΠΕ και χαμηλό κόστος ενέργειας για τις τοπικές κοινωνίες. Οι κυβερνητικές επιλογές δεν μπορούν να στηρίξουν ούτε τη μετάβαση, ούτε την ανάκαμψη της Ελλάδας.
Ο ΣΥΡΙΖΑ-Προοδευτική Συμμαχία έχει μία διαφορετική πρόταση για το Ταμείο Ανάκαμψης. Με χρηματοδοτήσεις που διαχέουν το επιχειρηματικό και κοινωνικό όφελος και δημιουργούν καλά αμειβόμενη εργασία. Ενεργειακή πολιτική με κοινωνική δικαιοσύνη δηλαδή πρόσβαση νοικοκυριών και επιχειρήσεων σε προσιτές τιμές ενέργειας, ενίσχυση του πλουραλισμού παραγωγών ΑΠΕ, με στήριξη των Ενεργειακών Κοινοτήτων και στοχευμένες παρεμβάσεις για την καταπολέμηση της ενεργειακής φτώχειας. Εξοικονόμηση ενέργειας με στήριξη του κατασκευαστικού κλάδου και της ελληνικής παραγωγής με ετήσιους κύκλους για το πρόγραμμα Εξοικονομώ στον ιδιωτικό τομέα ύψους ενός (1) δισεκατομμυρίου ευρώ το χρόνο και ένα αντίστοιχο πρόγραμμα δημόσιων επενδύσεων για τα δημόσια κτίρια και τις λιγνιτικές περιοχές. Κλιματική καινοτομία με ισχυρά ποσοστά ηλεκτροκίνησης στα δημόσια Μέσα Μαζικής Μεταφοράς ΜΜΜ, πράσινη αναδιάρθρωση του αγροτοδιατροφικού τομέα και ελληνική παραγωγική βάση. Ελληνική κυκλική βιομηχανία νέων υλικών και ανακύκλωσης σε έργα αποβλήτων με ισχυρή επαναχρησιμοποίηση και σε έργα κλιματικής ανθεκτικότητας και πρόληψης πυρκαγιών πλημμυρών κ.λπ..
Αυτή η κατεύθυνση της οικονομίας είναι κοινωνικά δίκαιη και κλιματικά φιλική. Η ενέργεια μπορεί να αποτελέσει εργαλείο της πολιτικής που θα μειώνει της ανισότητες και δε θα χωρίζει, ακόμα μια φορά, την Ελλάδα σε προνομιούχους και μη. Και μπορεί να αποτελέσει τη βάση για μία κοινωνική συμφωνία που θα μας οδηγήσει σε ένα άλλο μοντέλο παραγωγής και πολιτικής.