«Όταν καταθέταμε την επίκαιρη επερώτηση για τις ανατιμήσεις και την ακρίβεια, μπροστά στο ράλι των τιμών ενέργειας και ενώ η χώρα μας ήταν πρωταθλήτρια στη χονδρεμπορική τιμή ηλεκτρικής ενέργειας στην Ευρώπη, τον Αύγουστο, δεν μπορούσαμε να φανταστούμε ότι η ιδιωτικοποίηση και της ΔΕΗ είναι η πραγματική απάντηση του κ. Μητσοτάκη στην εκρηκτική ακρίβεια στην ενέργεια που βιώνουν τα νοικοκυριά και οι επιχειρήσεις. Ανέμελα μάλιστα «αμέλησε» ο κ. Μητσοτάκης να αναφέρει ότι σχεδιάζει την εκχώρηση της ΔΕΗ, του ενεργειακού πυλώνα της χώρας, στη Διεθνή Έκθεση Θεσσαλονίκης (ΔΕΘ), ενός ανεκτίμητης αξίας περιουσιακού στοιχείου του ελληνικού λαού, με επενδύσεις επτά δεκαετιών», δήλωσε ο τομεάρχης Περιβάλλοντος και Ενέργειας, Σωκράτης Φάμελλος, στη συζήτηση επίκαιρης επερώτησης βουλευτών του ΣΥΡΙΖΑ-ΠΣ για τις ανατιμήσεις και την ακρίβεια σε βασικά αγαθά.

Σημείωσε τη διάψευση της εξαγγελίας του κ.Μητσοτάκη στη ΔΕΘ περί απορρόφησης του 80% της αύξησης των τιμών ηλεκτρισμού για τους καταναλωτές, από τον αρμόδιο Υπουργό Περιβάλλοντος και Ενέργειας, Κ. Σκρέκα, που, σε σχετική συνέντευξη Τύπου, ανακοίνωσε επιδότηση ύψους 9 ευρώ στα τιμολόγια και δήλωσε ότι η ΔΕΗ θα απορροφήσει ποσοστό των αυξήσεων, ενώ περιορίστηκε σε ευχές και παροτρύνσεις σε συνάντηση που είχε στη συνέχεια με τους ιδιώτες παρόχους ηλεκτρισμού.

«Η σχετική νομοθετική ρύθμιση για τη συγκράτηση μέρους των αυξήσεων δεν έχει έρθει ακόμη στη Βουλή, ενώ τελειώνει ο μήνας, ενώ δεν είναι γνωστό το τελικό ποσό επιδότησης, ποιους μήνες θα καλύπτει και από πού θα λείψουν αυτά τα κονδύλια, αφού θα αξιοποιήσει πόρους από έναν λογαριασμό (πλεόνασμα εμπορίας δικαιωμάτων εκπομπών αερίων θερμοκηπίου) που πρέπει να χρηματοδοτεί έργα εξοικονόμησης, έργα προσαρμογής στην κλιματική κρίση και έργα ΑΠΕ και κυρίως μόνιμης μείωσης της ενεργειακής φτώχειας, με τον κίνδυνο η κυβέρνηση ΝΔ να χρεωκοπήσει εκ νέου τον Ειδικό Λογαριασμό για τις ΑΠΕ όπως έκανε το 2020 (μέτρα Χατζηδάκη) και είχε χρεωκοπήσει ξανά και το 2014», πρόσθεσε στη συνέχεια.

Απευθυνόμενος στους Υπουργούς της κυβέρνησης, ο Σ.Φάμελλος έθεσε το ερώτημα εάν η κυβέρνηση θα μπορούσε να ζητήσει από τη ΔΕΗ να συγκρατήσει έστω το μικρό αυτό ποσοστό των αυξήσεων αν δεν είχε την πλειοψηφία το δημόσιο. Ένα ερώτημα που οφείλετε να απαντήσετε στον ελληνικό λαό στον οποίο και ανήκει η ΔΕΗ και ο οποίος είναι αντιμέτωπος με τις υπέρογκες αυξήσεις.

«Με ποιο δικαίωμα πουλάτε περιουσία του ελληνικού λαού και μάλιστα χωρίς κανένα αντίτιμο; Η Ελλάδα, εν μέσω ενεργειακής κρίσης και εν μέσω μετάβασης του ενεργειακού μας συστήματος, χάνει διαρκώς εργαλεία άσκησης πολιτικής και προστασίας των νοικοκυριών και των επιχειρήσεων, με την έμμεση ιδιωτικοποίηση της ΔΕΗ, την πώληση των δικτύων φυσικού αερίου (ΔΕΠΑ Υποδομών) και του 49% του Διαχειριστή του Δικτύου Διανομής Ηλεκτρικής Ενέργειας (ΔΕΔΔΗΕ). Η κυβέρνηση ΝΔ διαμορφώνει μια αγορά ενέργειας που ωφελεί μόνο λίγους ιδιώτες και επιβαρύνει με κόστος την ελληνική κοινωνία» ρώτησε στη συνέχεια και σχολίασε σε σχέση με την μεθοδευμένη από την κυβέρνηση ιδιωτικοποίηση της ΔΕΗ, μέσω αύξησης μετοχικού κεφαλαίου: «Η ισχυρή παρουσία του Δημοσίου στη ΔΕΗ εξασφαλίζει ως ένα βαθμό ότι το ηλεκτρικό ρεύμα δεν αντιμετωπίζεται μόνο ως εμπόρευμα, αλλά και ως κοινωνικό αγαθό. Κάτι που δεν ασπάζεται βέβαια η κυβέρνηση της ΝΔ, όπου ανέχεται φαινόμενα αισχροκέρδειας και χειραγώγησης των τιμών ηλεκτρικής ενέργειας, όπως καταγγέλλει και η ελληνική βιομηχανία, με συμμετοχή και της ΔΕΗ. Για αυτό το λόγο για εμάς είναι ξεκάθαρο και το απαντούμε δημόσια στο ερώτημα με ποια ΔΕΗ είμαστε. Είμαστε με τη ΔΕΗ που εξασφαλίζει φτηνό και ανταγωνιστικό ρεύμα στην οικονομία και στην κοινωνία, για να είναι βιώσιμες και οι ελληνικές επιχειρήσεις και τα νοικοκυριά. Είμαστε με τη ΔΕΗ που είναι πυλώνας του ενεργειακού μας συστήματος και που εξασφαλίζει την ενεργειακή ασφάλεια της χώρας και στηρίζει τα ευάλωτα νοικοκυριά. Είμαστε με τη ΔΕΗ που είναι περιουσία του λαού».

Ο Σ. Φάμελλος υπογράμμισε ότι το μοναδικό πλάνο της κυβέρνησης ΝΔ για τη ΔΕΗ ήταν εξαρχής και είναι η πώλησή της και για αυτό το μοναδικό στην ουσία μέτρο για την «εξυγίανσή» της ήταν οι αυξήσεις στα τιμολόγιά της τον Σεπτέμβριο του 2019. 500 εκατ. ευρώ το χρόνο ήταν λοιπόν ο «λογαριασμός» των πρώτων επιβαρύνσεων εξαιτίας των αυξήσεων του 2019, εκατοντάδες εκατομμύρια το αρχικό κόστος των «παιχνιδιών» που ανέχτηκε η κυβέρνηση από τους καθετοποιημένους προμηθευτές και τη ΔΕΗ στην αγορά εξισορρόπησης και της κερδοσκοπίας του 2020-2021 και άγνωστος παραμένει ο τελικός «λογαριασμός» που θα πληρώσουν όλοι οι καταναλωτές, ειδικά εάν συντελεστεί τελικά το έγκλημα μείωσης του ποσοστού του δημοσίου στη ΔΕΗ. Σημείωσε επιπλέον ότι η μη αύξηση των τιμών ηλεκτρισμού την περίοδο 2015-2019, αλλά η μείωσή τους μεσοσταθμικά κατά 12%, ήταν επιλογή της κυβέρνησης του ΣΥΡΙΖΑ για τα νοικοκυριά και τις επιχειρήσεις που είχαν χτυπηθεί από την οικονομική κρίση για την οποία μεγάλη ευθύνη φέρει η παράταξη της ΝΔ.

Κατέρριψε επίσης το επιχείρημα κυβερνητικών στελεχών περί παγκόσμιων και ευρωπαϊκών συνθηκών για τις υπέρογκες αυξήσεις στο ρεύμα, καθώς αυτό δεν εξηγεί το ότι η Ελλάδα ήταν πρωταθλήτρια στην χονδρεμπορική τιμή ενέργειας. Και αυτό οφείλεται στο ότι ακόμη και σήμερα η αγορά ηλεκτρικής ενέργειας παραμένει αρρύθμιστη, χωρίς κανένα μέτρο εποπτείας, ρύθμισης και ελέγχου της χονδρεμπορικής αγοράς και της εμπορίας και ενώ ο μηχανισμός παρακολούθησης και εποπτείας της αγοράς της ΡΑΕ, που προβλέφθηκε με νομοθετική ρύθμιση τον Ιούλιο 2021, δεν έχει εφαρμοστεί μέχρι σήμερα.

Κλείνοντας την πρωτολογία του ο Σ.Φάμελλος δήλωσε: «Το σχέδιο ιδιωτικοποίησης των ενεργειακών δικτύων και υποδομών ήταν πάντα το σχέδιο της ΝΔ το οποίο επιχείρησε να υλοποιήσει η συγκυβέρνηση Σαμαρά-Βενιζέλου. Επιχείρησε να το ενσωματώσει στα μνημόνια ώστε να δεσμεύσει τη χώρα, αλλά η κυβέρνηση του ΣΥΡΙΖΑ κατάφερε να ανατρέψει το πλάνο της «Μικρής ΔΕΗ» και να κρατήσει τα ενεργειακά δίκτυα και υποδομές υπό δημόσιο έλεγχο σε συνθήκες χρεωκοπίας. Η κυβέρνηση ΝΔ μάς οδηγεί σε μία Ελλάδα ανασφαλή που δεν μπορεί να αντιμετωπίσει επιτυχώς τις προκλήσεις της ενεργειακής μετάβασης και προωθεί την ιδιωτικοποίηση στην ουσία των πάντων, επιλογές που αμφισβητούν όμως το μέλλον της κοινωνίας. Για όλους αυτούς τους λόγους χρειάζεται μία προοδευτική πολιτική αλλαγή στην Ελλάδα».​