Στις 27 Ιανουαρίου του 1945, τα σοβιετικά στρατεύματα απελευθέρωσαν, κατά την προέλαση τους στην Πολωνία, τα ναζιστικά στρατόπεδα θανάτωσης Άουσβιτς-Μπίρκεναου. Έτσι, η ημερομηνία αυτή επιλέχθηκε πολύ αργότερα και μετά από πρωτοβουλία 90 χωρών, συμπεριλαμβανομένων και του Ισραήλ, ως Ημέρα Μνήμης των Θυμάτων του Ολοκαυτώματος. Παρά τις προσπάθειες για τη διεκπεραίωση της Τελικής Λύσης, δηλαδή της πλήρους εξόντωσης των Εβραίων από τους ναζί και τις συντονισμένες απόπειρες εξαφάνισης μαρτύρων και στοιχείων των εγκλημάτων τους ακόμα και κατά την επερχόμενη ήττα τους, κάποιοι και κάποιες χιλιάδες επέζησαν. Και οι μαρτυρίες τους, είτε γραπτές είτε προφορικές, στέκονται απέναντι στην αποσιώπηση, τη λήθη και την άρνηση του Ολοκαυτώματος, διεκδικώντας το αυτονόητο, τη μνήμη για ένα από τα μεγαλύτερα εγκλήματα του ευρωπαϊκού πολιτισμού.
Αναπόφευκτα, η έκδοση των αφηγήσεων και μαρτυριών για τα στρατόπεδα εξόντωσης και το Ολοκαύτωμα έχει συνδεθεί περισσότερο με συγγραφείς όπως ο Primo Levi και οι Νομπελίστες Eli Wiesel και Ιmre Κertész. Καθώς η πλειονότητα των επιζήσαντων του Ολοκαυτώματος ήταν άνδρες είναι ίσως αναμενόμενο ότι οι περισσότερες μαρτυρίες θα είναι αντίστοιχα και δικές τους. Ωστόσο υπάρχουν γραπτές αφηγήσεις και από γυναίκες. Στην Ελλάδα μάλιστα τέσσερις γνώρισαν την έκδοση τους με πρώτη τη Μπέρρυς Ναχμία από την Καστοριά (1989), δεύτερη αυτή της Έρικας Κούνιο Αμαρίλιο (1995) από τη Θεσσαλονίκη, έπειτα ακολούθησε η μαρτυρία της Νάτας Όσμο Γκατένιο (2005) από την Κέρκυρα ενώ εννιά χρόνια μετά εκδόθηκε το ημερολόγιο της Λίζας Πίνχας (2014), επίσης από τη Θεσσαλονίκη[1]. Η αφήγηση της Πίνχας ξεκινάει από τον Απρίλη του 1941 και την κατάληψη της Ελλάδας από τα γερμανικά στρατεύματα και την αρχή της κακοποίησης και γκετοποίησης των Εβραίων στη Θεσσαλονίκη. Τον Μάρτη του 1943 αρχίζουν οι εκτοπισμοί προς την Πολωνία και η Πίνχας μεταφέρεται μαζί σχεδόν με όλα τα μέλη της οικογένειας της στο Άουσβιτς-Μπίρκεναου. Παρά την εγκληματική βιαιότητα που έχει δεχθεί η Πίνχας από τους ναζί και πριν τον εκτοπισμό της, όταν φτάνει στο Μπίρκεναου δεν μπορεί να πιστέψει τι συμβαίνει όταν οι συγκρατούμενες της την ενημερώνουν για την τύχη που περιμένει τους Εβραίους, για τα κρεματόρια και το θάνατο. Η Λίζα και η αδερφή της Μαρί θα επιβιώσουν. Συνολικά 112 μέλη της οικογένειας τους, μαζί και η μητέρα τους και ο σύζυγος της Λίζας θα θανατωθούν στους θαλάμους αερίων.
Η Πίνχας δηλώνει ήδη από την αρχή της αφήγησης της «Ακολουθώντας το παράδειγμα όλων εκείνων που έχουν γράψει για τα στρατόπεδα συγκέντρωσης ανδρών, θέλω και εγώ με τη σειρά μου να σας δώσω μερικές λεπτομέρειες για τα στρατόπεδα συγκέντρωσης των γυναικών»[2]. Μπίρκεναου, Άουσβιτς, Ράβενσμπρουκ. Η εξαθλίωση, η πείνα, οι ξυλοδαρμοί, ο αγώνας επιβίωσης για την ίδια και την αδερφή της Μαρί, το μίσος για την Τσέχα Κάπο, η οργή για την διαβόητη βοηθό των SS Dreschel, ο φόβος για το Μπλοκ 10, το «Ινστιτούτο Υγιεινής», όπου ναζί γιατροί πειραματίζονταν με τεχνικές στείρωσης και τεχνητής γονιμοποίησης πάνω στις κρατούμενες, η απελπισία πριν από την επιλογή των κρατούμενων στους θαλάμους αερίων, και ο τρόμος για το Μπλοκ 25 όπου έμπαιναν αυτές που είχαν επιλεχθεί, συνθέτουν την καθημερινότητα της Πίνχας στο στρατόπεδο. «Η Λίζα Πίνχας μας εισάγει σ’ ένα στρατοπεδικό σύμπαν γένους θηλυκού»[3]. Η κατάθεση της εμπειρίας της, ως γυναίκα κρατούμενη και επιζήσασα της κόλασης του Άουσβιτς, δεν αφορά μόνο την ίδια αφού η αφήγηση της περιλαμβάνει και τις συντρόφισσες της, αυτές που θανατώθηκαν και αυτές που επιζήσαν. Η ιστορία της Πίνχας λοιπόν δεν είναι μόνο η δική της ιστορία αλλά είναι και της Μάλα που πρόλαβε να κόψει τις φλέβες της πριν οδηγηθεί στον θάλαμο αερίων, είναι των 4 Πολωνέζων, κοριτσιών ακόμη, που απαγχονίστηκαν επειδή έκαναν σαμποτάζ, είναι της μητέρας της που δεν πρόλαβε να αποχαιρετήσει πριν την εξόντωση της, είναι της Γ. Πιτσόν που επέζησε των πειραμάτων και των επεμβάσεων στο Μπλοκ 10 αλλά είναι και τόσων άλλων γυναικών ακόμη.
Η αφήγηση της Πίνχας σταματάει στην απελευθέρωση της από τους Συμμάχους. Η ίδια θα επιστρέψει στην Ελλάδα το 1945 (παρεμπιπτόντως το Υπουργείο Εξωτερικών Ελλάδας δίνει οδηγίες στα ελληνικά προξενεία σε διάφορες ευρωπαϊκές πόλεις όχι μόνο να καθυστερήσουν τον επαναπατρισμό των Ελλήνων Εβραίων επιζήσαντων αλλά να τους ενθαρρύνουν είτε να μεταναστεύουν απευθείας στη Παλαιστίνη είτε να παραμείνουν όπου ήταν[4]) όπου θα αναπτύξει δράση και θα παλέψει για την ανάκτηση των περιουσιών των Εβραίων ενώ ως Γενική Γραμματέας της Ένωσης Επιζώντων Θεσσαλονίκης θα συμβάλλει στην επανένταξη των επιζώντων στην ελληνική κοινωνία. Ήδη από πολύ νωρίς η Πίνχας καταλαβαίνει τη σημασία της μαρτυρίας ενάντια στη λήθη. Γιατί το έγκλημα του Ολοκαυτώματος δεν τελειώνει το 1945 αλλά συνεχίζεται ακόμα και σήμερα τόσο μέσα από τις απόπειρες συγκαταβατικής απαξίωσης του όσο και μέσα την αμφισβήτηση του ως ιστορικό συμβάν. «Το Άουσβιτς θα πρέπει να αποτελέσει μάθημα. Κόστισε υπερβολικά ακριβά για να το ξεχάσουμε. Όχι! Δεν θα το επιτρέψουμε ˙θα κάνουμε τα πάντα γι’ αυτό. Πρέπει να παραμείνει πάντοτε ζωντανό˙τα εκατομμύρια των θυμάτων των ναζιστικών στρατοπέδων το επιβάλλουν» λέει στην ομιλία της στο Εβραϊκό Νεκροταφείο Θεσσαλονίκης το 1969[5]. Και σήμερα αυτό το μάθημα είναι σημαντικότερο από ποτέ. Η αφήγηση της Πίνχας θα πρέπει να συμπεριλαμβάνεται στο εκπαιδευτικό υλικό των ελληνικών σχολείων -σε αυτά τα σχολεία που νεοναζί υπόδικοι εισβάλλουν και προπηλακίζουν δασκάλες -και να μελετάται όχι μόνο, την 27 Ιανουαρίου, αλλά κάθε μέρα αφού «οι μελλοντικές γενιές πρέπει να μάθουν για να μη ξανακυλήσουν σε μια νέα άβυσσο αβεβαιότητας, μες στην οποία μπορούν μοιραία να οδηγηθούν, αν δεν λάβουμε εγκαίρως μέτρα»[6].