Για τους νέους φαντάρους η περίοδος της δικτατορίας ήταν μια δύσκολη περίοδος καθώς με την στράτευσή τους, έπρεπε να αποδεχθούν τα όσα πρέσβευε το αυταρχικό στρατιωτικό καθεστώτος. Σύμφωνα με μαρτυρίες ανθρώπων που έπρεπε να υπηρετήσουν την στρατιωτική τους θητεία την περίοδο της χούντας, οι περισσότεροι προσπαθούσαν να πάρουν μια αναβολή, ώστε να στρατευτούν αργότερα. Αλλά ακόμη και για αυτούς, τα πράγματα δεν ήταν τόσο απλά.
Για όσους φαντάρους υπήρχαν ενδείξεις πως είναι αριστεροί, η μεταχείριση δεν ήταν ίδια σε σχέση με τους υπόλοιπους. Συγκεκριμένα, τα καψώνια ήταν ασταμάτητα, ενώ οι περισσότεροι υπηρετούσαν την θητεία τους στις ακριτικές περιοχές του Έβρου, είτε ως “σκαπανείς”, είτε ως “μουλαράδες”. Ακόμη, πολλές φορές στημένα περιστατικά, οδηγούσαν τους φαντάρους “αμφιλεγόμενων” πολιτικών πεποιθήσεων στο στρατοδικείο. Δεν ήταν λίγοι οι φοιτητές με αριστερές πεποιθήσεις, τους οποίους η χούντα τιμωρούσε κόβοντας τους την αναβολή, ώστε να περιορίσει την αντιδικτατορική τους δράση. Παρόλα αυτά, την ημέρα της εισβολής του μοιραίου τανκς στο Πολυτεχνείο, σύμφωνα με πληροφορίες, δεν βρισκόντουσαν απλοί φαντάροι, αλλά καλά εκπαιδευμένοι αξιωματικοί.
Η συνέντευξη του οδηγού του τανκς
Σε μία από τις σπάνιες συνεντεύξεις του, τριάντα χρόνια μετά τη 17 Νοέμβρη του 1973, ο οδηγός του τανκς του Πολυτεχνείου είχε δώσει συνέντευξη στον δημοσιογράφο Κώστα Χατζίδη:
«Την ημέρα εκείνη ήμουν υπηρεσία. Στον στρατό είχα δέκα μήνες. Ήμουν εκπαιδευτής στο Κέντρο Τεθωρακισμένων, στο Γουδί. Τότε οι “μαυροσκούφηδες” ήταν σώμα επιλέκτων. Πήγα εθελοντικά. Μόλις άρχισαν τα επεισόδια, μπήκαμε επιφυλακή”.
Στη συνέχεια μίλησε για όλους όσους εναντιώνονταν στο διδακτορικό καθεστώς, εκφράζοντας έτσι την ισχυρή πόλωση που υπήρχε την εποχή εκείνη ανάμεσα σε δεξιά και αριστερά:
«”Οι κομμουνιστές καίνε την Αθήνα” μας έλεγαν και εμείς τους πιστεύαμε. Θυμάμαι στο στρατόπεδο κάποιοι είχαν ραδιοφωνάκια και ακούγαμε στα κρυφά τον σταθμό του Πολυτεχνείου. “Παλιοκουμμούνια” θα καλοπεράσετε!” λέγαμε».
Αλλά ο οδηγός τόσα χρόνια μετά είχε μετανιώσει. Η προπαγάνδα και η συνεχής εμπότιση των ιδεών οι οποίες μιλούσαν με την γλώσσα του μίσους απέναντι σε όσους ήταν κατά του καθεστώτος, είχαν διαμορφώσει ολόκληρή τους την προσωπικότητα. Οι πρακτικές άλλωστε εκπαίδευσης των αξιωματούχων του στρατού εκείνης της εποχής, ήταν ιδιαίτερα βάρβαρες. Μαρτυρίες λένε πως τους έσπαγαν τα κόκαλα στη μύτη προκειμένου να είναι αρκετά σκληροί ώστε να χτυπούν και αυτοί με τη σειρά τους. Άλλωστε, τα βασανιστήρια των φυλακισμένων από το ΕΑΤ – ΕΣΑ, ξεπερνούσαν κάθε ανθρώπινη φαντασία.
Για εκείνο το μοιραίο βράδυ, ο οδηγός του τανκς περιγράφει:
«Στη 1.15 το πρωί της 17ης Νοεμβρίου φτάσαμε στη διασταύρωση των λεωφόρων Αλεξάνδρας και Κηφισίας. Λίγο αργότερα διασχίζαμε την Αλεξάνδρας, όταν στο ύψος του IKA, στη στάση Σόνια, σταματήσαμε γιατί ο δρόμος ήταν κλειστός. Υπήρχαν οδοφράγματα, φωτιές και ακινητοποιημένα λεωφορεία. Με διάφορες μανούβρες αριστερά – δεξιά, μπρος πίσω, άνοιξα τον δρόμο και προχωρήσαμε. Όταν φτάσαμε στη διασταύρωση της λεωφόρου Αλεξάνδρας και της οδού Πατησίων, μας έδωσαν εντολή να σταματήσουμε. Εκεί, στην πλατεία Αιγύπτου, μείναμε περίπου μία ώρα. Ο κόσμος θυμάμαι ότι μας φώναζε “είμαστε αδέλφια, είμαστε αδέλφια”. Εγώ ήθελα να τους φάω. Τους έβλεπα σαν παράσιτα».
Το μαύρο βράδυ για την νεότερη ιστορία της Ελλάδας είχε ξεκινήσει με μια μόνο εντολή: Επιχείρηση “Εκκένωσις του Πολυτεχνείου”
«Φτάνοντας μπροστά στην πόρτα, έστριψα το άρμα προς το Πολυτεχνείο, με γυρισμένο το πυροβόλο προς τα πίσω. Θυμάμαι ότι σηκώθηκα από τη θέση μου και εγώ και το άλλο πλήρωμα. Δεκάδες φοιτητές κρέμονταν από τα κάγκελα, ενώ εκατοντάδες βρίσκονταν στον προαύλιο χώρο. Έδειχναν πανικόβλητοι». Και εγώ, να σκεφτείς ότι τους έβλεπα σαν μαμούνια που ήθελα να τα φάω»! Η στιγμή εκείνη, ίσως ήταν μια στιγμή ανθρώπινη, μια στιγμή που ο καθένας μπορούσε να έχει μπροστά στον επερχόμενο θάνατο.
«Τότε ήρθε ο οδηγός εδάφους του άρματος και μου λέει: “Θα μπούμε μέσα, θα ρίξουμε την πύλη. Ετοιμάσου!”».
«Πήρα θέση και ξεκίνησα. Δεν έβλεπα πολλά πράγματα, δεν είχα καλό οπτικό πεδίο, γιατί κοιτούσα πλέον από τη θυρίδα του άρματος. Δέκα εκατοστά πριν από την πόρτα, σταμάτησα. Σταμάτησα σκόπιμα. Αυτό φαίνεται στο βίντεο της εποχής. Στο φρενάρισμα, οι φοιτητές τρομαγμένοι έφυγαν προς τα πίσω. Αν έμπαινα με ταχύτητα, θα σκότωνα δεκάδες άτομα που εκείνη τη στιγμή ήταν κρεμασμένα στα κάγκελα. Η καγκελόπορτα έπεσε αμέσως. Πίσω από τη σιδερένια πύλη ήταν σταθμευμένο το Μερσεντές, το οποίο είχαν βάλει εκεί οι φοιτητές για να φράξουν την είσοδο. Το έκανα αλοιφή. H αριστερή ερπύστρια το έλιωσε. Με το που έπεσε η πύλη του Πολυτεχνείου, εισέβαλαν οι αστυνομικοί για να συλλάβουν τους φοιτητές. Λίγο αργότερα κατέβηκα και εγώ από το άρμα και μπήκα στον χώρο του Πολυτεχνείου. Δεν υπήρχε νεκρός. Θα μπορούσε όμως και να υπάρχουν νεκροί».
Τότε ήταν η ώρα που ξεκίνησε ένα τρελό ανθρωποκυνηγητό. Αξιωματούχοι και φοιτητές είχαν γίνει ένα. Ξύλο μέχρι θανάτου για πολλούς χωρίς κανείς να νοιάζεται αν έχει να κάνει με άντρες η γυναίκες. Ο ραδιοφωνικός σταθμός να εκπέμπει το σπαραξικάρδιο μήνυμα: “Είμαστε άοπλοι!”
“Στο προαύλιο του Πολυτεχνείου ήταν πολλοί χτυπημένοι, θυμάμαι ότι είδα πολλούς τραυματίες, ενώ τρεις τέσσερις ήταν σωριασμένοι κάτω, ακίνητοι. Δεν ξέρω αν ήταν νεκροί. Δεν κοίταξα να δω. Κάποια στιγμή ένας φοιτητής όρμησε κατά πάνω μου και μού είπε: “Τι κατάλαβες τώρα που μπήκες;”.
Η συνέχεια που ακολούθησε ήταν τρομερή, καθώς στο χώρο βρέθηκαν οι ελεύθεροι σκοπευτές της ΚΥΠ: «Απομακρυνόμενοι, όμως, του Πολυτεχνείου, αγωνιώδεις τούς αναμένουν εκπλήξεις. Από παντού τους καταδιώκουν και τους χτυπούν. Εις την γωνίαν των οδών Τοσίτσα και Μπουμπουλίνας, άνδρες της ΚΥΠ εν πολιτική περιβολή τούς χτυπούν ανηλεώς και πυροβολούν κατ’ αυτών, ενώ εις την ταράτσαν ενός των αυτόθι κτιρίων έχουν εγκαταστήσει πολυβόλον. Εις τας ταράτσας των γύρω κτιρίων επισημαίνονται ελεύθεροι σκοπευταί υπό του ιδίου Διευθυντού της Αστυνομίας να επιτελούν το φονικόν έργον των»!
Παρακολουθείστε την συνέντευξη του αξιωματικού του άρματος:
[fvplayer id=”449″]
Άννα Σαϊνίδου