Ο Θεόδωρος Σκυλακάκης, στρατιωτικός με το βαθμό του Συνταγματάρχου ε.α., ήταν θερμός υποστηρικτής του βασιλικού θεσμού, προσωπικός φίλος του Ιωάννη Μεταξά που διατέλεσε για λίγους μήνες Υπουργός Εσωτερικών την περίοδο του Εθνικού καθεστώτος της «4ης Αυγούστου», γεννήθηκε το 1893 στην Αθήνα όπου και εκτελέστηκε τις πρώτες ημέρες του Δεκεμβρίου 1944.

Ήταν παντρεμένος με τη Μαρία Σκυλακάκη και από το γάμο τους απέκτησαν πέντε παιδιά, τον Νικόλαο, την Κάλλη, την Άννα, το Στέφανο και το Γεώργιο.

Η οικογένεια Σκυλακάκη κατάγεται από τη Λακωνική Μάνη. Πατέρας του Θεόδωρου ήταν ο εκπαιδευτικός Νικόλαος Σκυλακάκης, που είχε αδελφό τον Ιωάννη Σκυλακάκη και αδελφή την Κυριακή Δρακ. Χαμόδρακα-Σκυλακάκη. Μητέρα του Θεόδωρου ήταν η Χαρίκλεια Παπαμιχάλη-Σκυλακάκη. Εγγονός του είναι ο Θεόδωρος Σκυλακάκης, φιλελεύθερος πολιτικός που διατέλεσε βουλευτής και Ευρωβουλευτής του κόμματος «Νέα Δημοκρατία». Ο Θεόδωρος μετά από επιτυχείς εξετάσεις τα αποτελέσματα των οποίων ανακοινώθηκαν στις 30 Σεπτεμβρίου του 1911, εισήλθε πρώτος σε σειρά βαθμολογίας και φοίτησε στη Στρατιωτική Σχολή Ευελπίδων όπου ήταν συμμαθητής κι έγινε στενός φίλος με τον Σοφοκλή Βενιζέλο, το γιο του Ελευθερίου Βενιζέλου.

Ο Σκυλακάκης συμμετείχε στους Βαλκανικούς Πολέμους και στις 30 Νοεμβρίου του 1913 προήχθη στο βαθμό του Ανθυπασπιστού, ενώ πήρε μέρος και στις μάχες του 1ου Παγκοσμίου πολέμου. Ήταν προσωπικός φίλος του Ιωάννη Μεταξά, από τους τακτικότερους συνεργάτες της εφημερίδος «Εστία» των αδελφών Κύρου και συμμετείχε στο κίνημα των «Επιστράτων». Στις 23 Μαΐου του 1918 ο Σκυλακάκης ονομάστηκε Λοχαγός Α’ Τάξεως, με Διάταγμα που δημοσιεύθηκε στην Εφημερίδα της Κυβερνήσεως.

Μικρασιατική εκστρατεία
Ο Σκυλακάκης πήρε μέρος στην Μικρασιατική εκστρατεία με το βαθμό του Λοχαγού, ενώ στη διάρκεια της προήχθη στο βαθμό του Ταγματάρχη και διατέλεσε Διευθυντής του Γραφείου Επιχειρήσεων του Β’ Σώματος στρατού, ενώ για ένα διάστημα ήταν υπασπιστής του Θεόδωρου Πάγκαλου. Το Φεβρουάριο του 1922 ο Σκυλακάκης και ο τότε Συνταγματάρχης Πτολεμαίος Σαρήγιαννης ήταν απεσταλμένοι του αρχιστράτηγου Αναστάσιου Παπούλα στην Κωνσταντινούπολη όπου μετέβησαν προκειμένου να διερευνήσουν με την επιτροπή της Εθνικής Άμυνας την ανάγκη της αναπτύξεως αυτονομιστικού κινήματος στην Μικρά Ασία.

Μάρτυρας στη Δίκη των Έξι
Μετά την Μικρασιατική καταστροφή ο τότε ταγματάρχης Σκυλακάκης κατέθεσε, την τρίτη ημέρα της διεξαγωγής της, ως έκτος στη σειρά μάρτυρας κατηγορίας στη Δίκη των Έξι. Ο Σκυλακάκης που ήταν μέλος του Επιτελείου του αρχιστρατήγου Γεωργίου Χατζηανέστη, ενώ υπηρέτησε και ως Υπασπιστής του Αναστάσιου Παπούλα που διαδέχθηκε τον Χατζηανέστη, κατέθεσε ότι θεωρούσε ως τον Χατζηανέστη βασικό υπαίτιο της καταστροφής. υποστήριξε ότι το Επιτελείο της Στρατιάς δεν «λειτουργούσε ομαλά», ενώ για τις σχέσεις των μελών του Επιτελείου με τον Χατζηανέστη λέει ότι δεν ήταν καλές «εξαιτίας του χαρακτήρα του αντιστράτηγου, ο οποίος δεν δεχόταν ούτε συζήτηση». Είπε επίσης ότι για στην κατάρρευση του ηθικού των στρατιωτών συνέβαλε η παράταση της επιστρατεύσεως, η κακή διατροφή αλλά και τα παράπονα των φαντάρων για τους αξιωματικούς τους, πολλοί από τους οποίους έκαναν εμπόριο με τις διάφορες καντίνες φαγητού. Παράλληλα καυτηρίασε την αρθρογραφία των εφημερίδων της εποχής, κάνοντας ιδιαίτερη μνεία στην μαρξιστική εφημερίδα «Ριζοσπάστης», την αρθρογραφία του οποίου θεωρούσε επιζήμια για το ηθικό των στρατιωτών, κάτι που εκμεταλλεύθηκε ο Κεμάλ, ρίχνοντας τις εφημερίδες από αεροπλάνα στις γραμμές του ελληνικού στρατού. Ο Σκυλακάκης ήταν μάρτυρας υπερασπίσεως του Πρίγκιπα Ανδρέα στη δίκη του στο έκτακτο στρατοδικείο.

Μεσοπόλεμος
Ο Σκυλακάκης πήρε μέρος στο στρατιωτικό κίνημα, της 21ης προς την 22α Οκτωβρίου του 1923, του Υποστράτηγου Γεωργίου Λεοναρδόπουλου και των Συνταγματαρχών Παναγιώτη Γαργαλίδη και Γεωργίου Ζήρα, ενώ σύμφωνα με κατάθεση μάρτυρος στο Στρατοδικείο ήταν ο Σκυλακάκης που τους μετέφερε την επιθυμία του Μεταξά να αναλάβουν την ηγεσία του κινήματος. Λίγες ημέρες νωρίτερα, στις 18 Οκτωβρίου, η κυβέρνηση των Νικολάου Πλαστήρα και Στυλιανού Γονατά αποφάσισε τη διεξαγωγή εκλογών για τις 2 Δεκεμβρίου του ίδιου χρόνου με το εκλογικό σύστημα που εκπόνησε ο τότε υπουργός Εσωτερικών, Γεώργιος Παπανδρέου, σχεδιασμένο για την επικράτηση των Βενιζελικών, σύστημα που οι συντηρητικοί πολιτικοί αποκάλεσαν «στενοευρεία». Το κίνημα ξεκίνησε από δυσαρεστημένες επαρχιακές στρατιωτικές φρουρές. Την προκήρυξη προς τον λαό, τον βασιλέα Γεώργιο Α’ και την κυβέρνηση την υπέγραψε ο συντηρητικός συνταγματάρχης Γεώργιος Ζήρας. Το εγχείρημα τους απέτυχε, η κυβέρνηση ανέβαλε τις εκλογές για δύο εβδομάδες και τις προσδιόρισε για τις 16 Δεκεμβρίου 1923, ενώ έγιναν εκτεταμένες εκκαθαρίσεις στο στράτευμα. Σύμφωνα με τον Κωνσταντίνο Κομνηνό [3] «…Πίσω από τους φιλόδοξους στρατηγούς και τον συνταγματάρχη Ζήρα βρισκόταν μια χούντα αντιβενιζελικών αντισυνταγματαρχών, ταγματαρχών και λοχαγών πολλοί από τους οποίους έγιναν πασίγνωστοι στα χρόνια που ακολούθησαν: Σκυλακάκης, Πολύζος, Παπαδήμας, Μανιαδάκης, Παναγάκος, Παπάγος, Τσολάκογλου, Δεμέστιχας, Πιτσίκας. Και πιο πίσω ακόμα στο σκοτάδι ο Μεταξάς». Μετά την αποτυχία του κινήματος ο Σκυλακάκης αποτάχθηκε.

Ο Σκυλακάκης στη συνέχεια και μετά την απόταξη του εργάστηκε στην τεχνική εταιρεία «Αθηνά» και δεν αποδέχθηκε την αποκατάσταση του, που συνέβη στις 23 Οκτωβρίου του 1924, προκειμένου να μην ορκιστεί πίστη στο καθεστώς της Προεδρικής Δημοκρατίας [4]. Τον ίδιο χρόνο φέρεται να συμμετείχε ως Γενικός αρχηγός στο παράρτημα Αθηνών της εθνικιστικής οργανώσεως «Εθνική Ένωσις Ελλάς», στην οποία συνεργάστηκε με τον Μιχαήλ Μελά, το γιο του Παύλου Μελά και τοπικό αρχηγό της οργανώσεως. Το 1934 ο Σκυλακάκης, με τη βοήθεια του Αχιλλέως Κύρου της εφημερίδος «Εστία», του Ευάγγελου Κυριάκη και άλλων, ίδρυσε την «Οργάνωση Εθνικού Κυριάρχου Κράτους» [Ο.Ε.Κ.Κ.] [5], μια εθνικοσοσιαλιστική κίνηση, με την οποία διεκδίκησε να μονοπωλήσει την εκπροσώπηση του Εθνικοσοσιαλισμού στην Ελλάδα.

Επιθυμία του Σκυλακάκη, σύμφωνα με τον καθηγητή Ιστορίας Γιώργο Μαργαρίτη, ήταν «…να δημιουργήσει από την αρχή ένα μαζικό φασιστικό κίνημα που θα του επέτρεπε να έχει το πάνω χέρι στη ‘συγκυβέρνηση’ με τον Γεώργιο Β’» ενώ, παράλληλα, τόνιζε την ανάγκη της καταργήσεως του κοινοβουλευτισμού και εγκαθιδρύσεως φασιστικού κράτους. Την ίδια εποχή λειτουργούσαν η εθνικιστική οργάνωση «Τρίαινα» υπό τον Ιάκωβο Διαμαντόπουλο, το «Εθνικοσοσιαλιστικό Κόμμα Ελλάδος» του Γεωργίου Μερκούρη. Ο Σκυλακάκης από το Σεπτέμβριο του 1934, και για τους επόμενους έξι μήνες έως τη διακοπή της κυκλοφορίας της, ήταν διευθυντής της εθνικιστικής εφημερίδος «Κράτος», του επισήμου ιδεολογικού και πολιτικού οργάνου του σχηματισμού.

Υπουργός
Ο Σκυλακάκης, που υπήρξε ηγετικό στέλεχος του κόμματος των «Ελευθεροφρόνων», διορίστηκε υπουργός Εσωτερικών [6] [7] στις 18 Μαΐου 1936, την επομένη ημέρα του θανάτου του Παναγή Τσαλδάρη, με τη συγκατάθεση του κόμματος των Φιλελευθέρων. Την επομένη του διορισμού του ο Σκυλακάκης ζήτησε από τα στελέχη του κόμματος των Φιλελευθέρων να του υποδείξουν δεκαπέντε αποστράτους αξιωματικούς του κινήματος του 1935 για να τους διορίσει ως Νομάρχες. Ο Σκυλακάκης στις αρχές του Ιουλίου του 1936 μεσολάβησε μεταξύ του Μεταξά και του Σοφοκλή Βενιζέλου προκειμένου αυτός αφού εισέλθει στην κυβέρνηση με την ιδιότητα του αντιπροέδρου, να στηρίξει την αναστολή των άρθρων του Συντάγματος, τον περιορισμό των ατομικών ελευθεριών και γενικότερα την ανατροπή του κοινοβουλευτικού καθεστώτος. Στη συνάντηση των Μεταξά και Βενιζέλου στην Εκάλη ήταν παρών και ο Σκυλακάκης όμως οι επιμέρους όροι του Βενιζέλου δεν έγιναν δεκτοί από τον Μεταξά.

Ο Νικόλαος Παπαδήμας και ο Σκυλακάκης περιλαμβάνονταν στους ανθρώπους του στενού περιβάλλοντος και της απολύτου εμπιστοσύνης του Μεταξά και ήταν οι μόνοι που γνώριζαν από πριν τα έκτακτα μέτρα που ανακοίνωσε στο υπουργικό συμβούλιο της μεταβατικής κυβερνήσεως ο Μεταξάς, το βράδυ της 4ης Αυγούστου. Ο Σκυλακάκης ο οποίος για κάποιο διάστημα υπήρξε, στην ουσία, υπαρχηγός του Μεταξά, συχνά διατύπωνε απόψεις εναντίον των Εβραίων και λόγω της σχέσεως του με τον Βενιζέλο αποτελούσε «δίαυλο επικοινωνίας» του Μεταξά με το Κόμμα των Φιλελευθέρων, διατήρησε το υπουργικό χαρτοφυλάκιο έως τις 26 Δεκεμβρίου 1936, οπότε αποπέμφθηκε από την κυβέρνηση καθώς κατηγορήθηκε για σχέδιο ανατροπής του Μεταξά. Στις 4 Ιανουαρίου 1937 δημοσιεύτηκε στις εφημερίδες η ακόλουθη κυβερνητική ανακοίνωση: «Κατόπιν υποδείξεως του κ. Προέδρου της Κυβερνήσεως, υπέβαλαν χθες τας παραιτήσεις των ο υπουργός των Εσωτερικών κ. Σκυλακάκης και ο υφυπουργός παρά τω Προέδρω της Κυβερνήσεως κ. Παπαχελάς. Αι παραιτήσεις των δύο υπουργών εγένοντο δεκταί υπό της Α.Μ. του Βασιλέως.»

Στενός φίλος του και έμπιστος συνεργάτης του Σκυλακάκη ήταν ο Αλέξανδρος Παπαχελάς, αρχιμηχανικός της βρετανικής εταιρείας «Power», υφυπουργός παρά τω Πρωθυπουργώ μεταξύ Αυγούστου και Δεκεμβρίου 1936, οπότε αποπέμφθηκε για φιλογερμανισμό. Μετά την αποπομπή του ο Σκυλακάκης λέγεται ότι βρισκόταν σε συνεχή επαφή με την Γερμανική πρεσβεία υπό την στενή της Ελληνικής μυστικής αστυνομίας και του αστυνόμου Σπυρίδωνα Παξινού. Τον Ιούλιο του 1940 ο Σκυλακάκης κατηγορήθηκε εκ νέου για συνωμοσία κατά της κυβερνήσεως και συνελήφθη δύο φορές όμως κατάφερε -προφανώς με βοήθεια εκ των έσω- να αποδράσει από την Γενική Αστυνομική Διεύθυνση Αθηνών, όμως συνελήφθη και τρίτη φορά και εξορίστηκε στη Λευκάδα ως «…γερμανόφιλος και ύποπτος συνεργασίας με το Γερμανικό εθνικοσοσιαλιστικό καθεστώς» και κρατήθηκε ως τον Οκτώβριο του 1940, όταν με την κήρυξη του πολέμου αφέθηκε ελεύθερος να επιστρέψει στην Αθήνα.

Το τέλος του
Ο Σκυλακάκης δολοφονήθηκε από τον Ε.Α.Μ.-Ε.Λ.Α.Σ. αμέσως μετά την απελευθέρωση των Αθηνών. Σύμφωνα με όσα δημοσίευσαν οι Αθηναϊκές εφημερίδες της 1ης Μαΐου 1945 το πτώμα του ήταν ένα από τα 26 που αναγνωρίστηκαν μεταξύ συνόλου 135 πτωμάτων εκτελεσμένων, 126 ανδρών και 9 γυναικών.

Ο Σκυλακάκης εκτελέστηκε από τον Ιωάννη Έξαρχο ή Μανιατόπουλο που συνελέφθη και κρατήθηκε στο 7ο Αστυνομικό Τμήμα Αθηνών.