Ο σημερινός καλεσμένος της Ελένης ήταν ο Λάκης Λαζόπουλος.
O Λάκης Λαζόπουλος μίλησε για το πώς περνάει τον χρόνο του τον τελευταίο καιρό.
«Ήταν ζόρι συναισθηματικό αυτό που πέρασα το τελευταίο διάστημα. Όταν περνάς μία συναισθηματική πίεση ζορίζεσαι αλλά δεν έχασα τον έλεγχο. Δεν μου αρέσει να μοιράζομαι τη στεναχώρια μου με τον κόσμο. Θέλω να μοιράζομαι τη χαρά με τον κόσμο. Μπαίνεις σε μια διαδικασία ‘’θύματος ‘’ και δεν μου αρέσει. Ο πόνος μου ανήκει αποκλειστικά και δεν μου αρέσει να τον μοιράζομαι. Ο κόσμος έχει τα προβλήματά του, δεν θέλω να τον επιβαρύνω και με τα δικά μου. Όταν ζωγραφίζω, χάνομαι για ώρες. Όταν πάω στην Πάρο απομονώνομαι και μου αρέσει».
Όπως είπε, πιστεύει πως ο κόσμος είναι σε φάση θυμού που δεν ξέρει από τι προέρχεται.
«Είχα βγει έξω πρόσφατα και ξεκίνησαν να τσακώνονται σε νυχτερινό κέντρο. Και στον δρόμο είναι έτοιμοι όλοι. Από τον κορονοϊό νομίζω πως ξεκίνησε αυτό. Κάνουμε τις ίδιες κινήσεις χωρίς τα ίδια συναισθήματα παλιά. Γι’ αυτό υπάρχει και αυτή η βία στα σπίτια. Υπάρχει ανάγκη να βρεις τους ανθρώπους που έχουν τα ίδια συναισθήματα με εσένα».
Ο ίδιος θα παραταχτεί πως δεν βλέπει πια τηλεόραση.
«Δεν βλέπω καθόλου τηλεόραση. Βαριέμαι. Νομίζω πως ακούω την ίδια άποψη από όλους τους δημοσιογράφους. Ακούμε από παντού τα ίδια με λίγες παρεκκλίσεις. Υπάρχουν κάνα δυο φωνές που λένε το αντίθετο αλλά η κεντρική γραμμή είναι αυτή. Είδα το θέμα για την επίδειξη μόδα στο Βρετανικό Μουσείο. Γιατί νευριάζουμε; Δεν είναι δικά μας. Τα κλέψανε, τα κατοχυρώσανε και δεν τα δίνουν. Επίσης, εμείς κάναμε επίδειξη στο Ηρώδειο και στην Ακρόπολη. Θέλω να έρθουν(σ.σ τα Γλυπτά του Παρθενώνα) αλλά δεν μπορούμε να κάνουμε φασαρία χωρίς λόγο».
Όπως είπε, δεν υπάρχει χαρά πλέον στην τηλεόραση.
«Παλιά είχα πάρει μία κοπέλα που μου έστελνε ανέκδοτα, για δουλειά. Και θα την ξαναέπαιρνα εάν το έκανα και πάλι. Υπήρχαν 16 άνθρωποι που έβλεπαν βίντεο και διάλεγαν κάποια και μετά τα έβλεπα εγώ και διάλεγα που θα παιχτούν. Την εκπομπή την ‘’μεγάλωσα’’ γιατί μου το είπες εσύ».
Ο Λάκης Λαζόπουλος πρωταγωνιστεί στην παράσταση «Όταν πέθανα» στο θέατρο Βέμπο με την Ελισάβετ Κωνσταντινίδου.
«Είναι αυτά που πέρασα εγώ συν ένα παιδικό μου όνειρο. Πάντα σκέφτομαι ότι είναι βάρβαροι να το κάνω κωμωδία. Ξεκινάει από έναν χώρο όπου δεν καταλαβαίνει τι χώρος είναι και βγαίνω εγώ μέσα από έναν τάφο και προσπαθώ να θυμηθώ ποιος ήμουν και πώς βρέθηκα στον τάφο. Σιγά σιγά αρχίζει να θυμάται και να καταλαβαίνει τι γίνεται. Μετά βγαίνει ο Διονύσης Ατζαράκης, που κάνει το δικό του κομμάτι. Παίζει τον ψυχίατρό μου».
Σε σχέση με τη μητέρα του, είπε:
«Η μάνα μου είχε μια φωτογραφία του πατέρα μου μέσα στην τσάντα και την έβγαζε έξω για να ακούει ο πατέρας μου καλύτερα. Ακόμα και την τελευταία της στιγμή την έκανα και γέλασε. Δεν γίνεται χωρίς γέλιο να πας πουθενά. Είναι ανηφορικός ο δρόμος της ζωής. Το φινάλε είναι αισιόδοξο. Και έτσι πρέπει να είσαι και στη ζωή. Ακόμα και όταν βάζουμε φωτογραφία κάποιου νεκρού στον τάφο, βάζουμε χαμογελαστή».