Ήδη η Ευρώπη καταγράφει διπλάσιο ρυθμό υπερθέρμανσης σε σχέση με τον υπόλοιπο πλανήτη και οι προβλέψεις είναι εφιαλτικές για τα επόμενα χρόνια, αν δεν ληφθούν γρήγορα μέτρα.
Ας ξεκινήσουμε, ρίχνοντας μια γρήγορη ματιά στα τελευταία στοιχεία της Υπηρεσίας Κλιματικής Αλλαγής του Κοπέρνικου, τα οποία δείχνουν ότι στην Ευρώπη είχαμε μόλις τον θερμότερο Οκτώβριο στην ιστορία, με θερμοκρασίες σχεδόν δύο βαθμούς πάνω από τον μέσο όρο της περιόδου 1991-2020. Όλες οι περιοχές με σκούρο κόκκινο σε αυτόν τον χάρτη, στην Γαλλία, την Ελβετία, την Αυστρία, μέρη της Γερμανίας, την Ιταλία και την Ισπανία, είχαν εξαιρετικά ζεστό καιρό τον περασμένο μήνα.
Αυτά είναι τα στοιχεία για τον Οκτώβριο και αποτελούν μέρος μιας πολύ ευρύτερης τάσης. Η Ευρώπη θερμαίνεται πολύ πιο γρήγορα από τον υπόλοιπο πλανήτη. Για να καταλάβω γιατί, συναντηθήκαμε με τον Πέτερι Τάαλας, Γενικό Γραμματέα του Παγκόσμιου Μετεωρολογικού Οργανισμού για να μας εξηγήσει γιατί η Ευρώπη θερμαίνεται πολύ πιο γρήγορα από τον υπόλοιπο κόσμο:
«Βλέπουμε την Ευρώπη να έχει διπλάσιο ρυθμό υπερθέρμανσης σε σύγκριση με τον υπόλοιπο κόσμο. Aυτό οφείλεται στη υπερθέρμανση της Αρκτικής, η οποία έχει μεγάλο αντίκτυπο στο βόρειο τμήμα της Ευρώπης. Η δεύτερη περιοχή στον κόσμο που θερμαίνεται γρηγορότερα είναι η Μεσόγειος. Στην Αρκτική, το λιώσιμο του χιονιού και του πάγου συμβάλλει σε αυτή τη υπερθέρμανση. Και στην περιοχή της Μεσογείου, το κλίμα γίνεται ολοένα και πιο ξηρό, οπότε δεν υπάρχει αρκετή εξάτμιση για να μετριαστεί αυτή η υπερθέρμανση που συνήθως συμβαίνει».
Η υπερθέρμανση που βλέπουμε εδώ στη στεριά θα ήταν ακόμη πιο γρήγορη αν δεν υπήρχαν οι ωκεανοί. Υπολογίζεται ότι απορροφούν έως και το 90% της περίσσειας θερμότητας στην ατμόσφαιρα που παγιδεύεται από τα αέρια του θερμοκηπίου. Έχουν πρόβλημα. Συναντήσαμε τον κορυφαίο ωκεανολόγο Ζαν-Πιερ Γκατουζό για να μάθουμε τον αντίκτυο στην Μεσόγειο από τους συχνούς καύσωνες, τα τελευταία χρόνια:«Η κύρια επίδραση των κυμάτων καύσωνα στο θαλάσσιο οικοσύστημα, είναι η μαζική θνησιμότητα ασπόνδυλων και φυτών, μαλακίων, σφουγγαριών και κοραλλιών. Υπάρχουν πολλά ασπόνδυλα και φυτά που επηρεάζονται αρνητικά και πεθαίνουν, μεταξύ της επιφάνειας και των 50 μέτρων βάθος».
Οι αποφάσεις που λαμβάνονται εδώ στην COP27 θα κάνουν τη διαφορά; Θα αλλάξουν πράγματα όπως την οξύτητα και τους καύσωνες; «Οι διαπραγματεύσεις που γίνονται εδώ, είναι προφανώς εξαιρετικά σημαντικές. Τα σενάρια που προβάλλονται από την Διακυβερνητική Επιτροπή δείχνουν ότι εάν η συμφωνία του Παρισιού εφαρμοστεί γρήγορα και πλήρως, μπορούμε να σταθεροποιήσουμε τις θερμοκρασίες και την οξύτητα των ωκεανών. Αυτό δεν σημαίνει ότι θα επιστρέψουμε στην προτέρα κατάσταση. Σημαίνει ότι μπορούμε να σταματήσουμε την υπερθέρμανση και την αύξηση της οξύτητας».
Στην COP27, όλοι θέλουν να είναι αποτελεσματικοί γιατί γνωρίζουν ότι τα περιθώρια στενεύουν για να επιτευχθούν οι στόχοι της Συμφωνίας του Παρισιού και να περιοριστεί η υπερθέρμανση του πλανήτη, πολύ κάτω από τους δύο βαθμούς Κελσίου». Υπάρχει λοιπόν πραγματική πρόοδος στη μείωση των εκπομπών; Οι συγκεντρώσεις των αερίων του θερμοκηπίου αυξάνονται ή μειώνονται; Μας απαντά η ειδικός σε θέματα εκπομπών Κλερ Φάιζον από την Climate Analytics. Ποια είναι η κατάσταση αυτή τη στιγμή;
«Δυστυχώς, οι συγκεντρώσεις αερίων του θερμοκηπίου στην ατμόσφαιρα εξακολουθούν να αυξάνονται. Μια πρόσφατη εκτίμηση υπολογίζει ότι είναι στα 416 μέρη ανά εκατομμύριο. Είναι υψηλότερο από πέρυσι, είναι υψηλότερο από ό,τι ήταν σε όλο τον ανθρώπινο πολιτισμό. Είναι μια πολύ ανησυχητική τάση, γιατί καθώς οι εκπομπές άνθρακα συνεχίζουν να αυξάνονται, οι επιπτώσεις της κλιματικής αλλαγής θα συνεχίσουν να επιδεινώνονται».
Υπάρχει ελπίδα οι συγκεντρώσεις αερίων του θερμοκηπίου να σταθεροποιηθούν σύντομα; «Εξαρτάται από το τι κάνουμε, ειδικά τι θα κάνουμε τα επόμενα 8-10 χρόνια. Εάν μειώσουμε τις εκπομπές στο μηδέν, τότε ναι, θα δούμε μια εξισορρόπηση σε αυτές τις συγκεντρώσεις, την άνοδο της θερμοκρασίας να εξισορροπείται και τις επιπτώσεις της κλιματικής αλλαγής να σταματούν να χειροτερεύουν. Πρόσφατες εκτιμήσεις δείχνουν ότι κατευθυνόμαστε σε άνοδο θερμοκρασίας περίπου 2,4 έως 2,8 βαθμούς. Άρα δεν θα είναι ένα μέρος που θα θέλουμε να είμαστε».
Πηγή: https://gr.euronews.com/