Το 1975 οι γιατροί του συνέστησαν να βρει δουλειά σε μια χώρα με μπόλικο ήλιο, προκειμένου να ξεπεράσει τη δερματική πάθηση που τον ταλαιπωρούσε. Η Ελλάδα πληρούσε απόλυτα τις προϋποθέσεις και έτσι η Θεσσαλονίκη, η οποία τον αγκάλιασε σχεδόν από την πρώτη στιγμή, έγινε γρήγορα η πόλη που θα αγαπούσε όσο καμιά άλλη.

Το 1981 η καρδιά του συνέστησε να βρει δουλειά με λιγότερο άγχος και πίεση. Μα τούτη τη φορά προτίμησε να αγνοήσει τη «συμβουλή». Και κάπου εκεί επενέβη η μοίρα με την αίσθηση τραγικής ειρωνείας που τη διακρίνει. Ο Γκιούλα Λοράντ λοιπόν ήρθε στη χώρα μας για τον ήλιο και ήταν τελικά κάτω από αυτόν το ζεστό μαγιάτικο ήλιο που θα άφηνε την τελευταία πνοή του. Στον πάγκο του ΠΑΟΚ, στην κατάμεστη Τούμπα.

Ο Μάιος είχε φτάσει στο τέλος του και το θερμόμετρο θύμιζε σε όλους ότι το καλοκαίρι ήταν πια προ των πυλών. Ωστόσο εκείνες τις εποχές οι Κυριακές ανήκαν σχεδόν αποκλειστικά στο ποδόσφαιρο και εφόσον ο ΠΑΟΚ είχε αγώνα, και μάλιστα με τον Ολυμπιακό, οι παραλίες μπορούσαν να περιμένουν. Το απόγευμα της 31ης Μαΐου 1981 λοιπόν έμοιαζε να είναι ένα ακόμη όμορφο ποδοσφαιρικό απόγευμα.

Η αναταραχή στον πάγκο του «Δικεφάλου» έγινε αισθητή από το πρώτο 20λεπτο, κανείς όμως δεν μπορούσε να καταλάβει τι ακριβώς συνέβαινε πέρα από το ότι στο επίκεντρο του πανικού βρισκόταν ο Γικούλα Λόραντ. Όταν μάλιστα ο προπονητής του ΠΑΟΚ μεταφέρθηκε εσπευσμένα με φορείο στα αποδυτήρια, η ανησυχία στις εξέδρες μετατράπηκε σε βεβαιότητα. Κάτι πήγαινε πολύ στραβά. Οι ποδοσφαιριστές έμοιαζαν αποσβολωμένοι, ωστόσο μετά τις παραινέσεις των ανθρώπων της ομάδας συνέχισαν να αγωνίζονται. Στο ημίχρονο έγινε γνωστό ότι ο Λοράντ βρισκόταν στο νοσοκομείο. Μισή αλήθεια. Ο αγώνας ολοκληρώθηκε. Οι «ασπρόμαυροι» επικράτησαν 1-0, χάρη σε γκολ του Βασιλάκου. Και αμέσως μετά έμαθαν και την άλλη μισή αλήθεια. Ο προπονητής τους είχε φύγει από τη ζωή. Καρδιακή προσβολή την ώρα του αγώνα, εξαιτίας συγκινησιακής φόρτισης, και ακαριαίος θάνατος. Οι αντιδράσεις των περισσοτέρων έμοιαζαν πολύ με την αντίδραση ενός παιδιού που έχασε τον πατέρα του. Και ίσως τελικά τα χαμένα βλέμματα των ποδοσφαιριστών του ΠΑΟΚ στο άκουσμα της τραγικής είδησης να συνόψισαν ολόκληρη την αλήθεια για τον ξεχωριστό Γκιούλα Λοράντ.

Γεννημένος στην Ουγγαρία, στις 6 Φεβρουαρίου 1923, ο Λοράντ έζησε μέσα στο ποδόσφαιρο ολόκληρη τη ζωή του. Προικισμένος μεσοαμυντικός, υπήρξε αναπόσπαστο κομμάτι των «ιπτάμενων Μαγυάρων», της εκπληκτικής εθνικής Ουγγαρίας των αρχών της δεκαετίας του 50’, που μάγεψε τον κόσμο με το ποδόσφαιρο που απέδιδε και έφτασε μια ανάσα από την κατάκτηση του Παγκοσμίου Κυπέλλου του 1954. Το 1956 ωστόσο αυτομόλησε στη Δυτική Γερμανία, η οποία φιλοξένησε τόσο το ποδοσφαιρικό του ταλέντο μέχρι να κρεμάσει τα παπούτσια του, όσο και το προπονητικό αμέσως μετά. Κάθισε για πρώτη φορά στον πάγκο της Καϊζερσλάουτερν την περίοδο 1967-68 και από εκεί και πέρα είχε μια εντυπωσιακή σταδιοδρομία ως τεχνικός στις σημαντικότερες ομάδες της χώρας (Αϊντραχτ, Μπάγερν Μονάχου, Σάλκε).

Ωστόσο, στα μέσα της δεκαετίας του 1970 του προέκυψε μια σπάνια δερματική πάθηση, το καλύτερο φάρμακο για την οποία σύμφωνα με τους γιατρούς ήταν ο ήλιος. Έτσι το καλοκαίρι του 1975 συμφώνησε με τον ΠΑΟΚ, περισσότερο για λόγους υγείας παρά για οτιδήποτε άλλο. Από τις πρώτες κιόλας μέρες του στην ομάδα έδειξε ξεκάθαρα ότι στη δουλειά του πάνω ήταν δικτάτορας. Στα προπονητικά διπλά απαιτούσε από τους παίκτες να μην ακουμπούν την μπάλα δεύτερη φορά και είναι χαρακτηριστικό ότι ακόμη και οι βεντέτες του συλλόγου τον κοιτούσαν στα μάτια, όταν έκαναν λάθος για να δουν τις αντιδράσεις του. Ακόμη και σε επίπεδο οργάνωσης δεν δεχόταν ποτέ έκπτωση στις απαιτήσεις του. Όταν ένα πρωϊ που η ομάδα βρισκόταν σε ξενοδοχείο (πριν από τα εντός έδρας ματς ο ΠΑΟΚ αποσυρόταν στη Κατερίνη και όχι στη Θεσσαλονίκη για περισσότερη ησυχία) ζήτησε από τον τότε έφορο Πέτρο Καλαφάτη να παραγγείλει σάντουιτς με βούτυρο και εκείνος ξέχασε το βούτυρο, ο Λοράντ γύρισε όλα τα σάντουιτς πίσω, φωνάζοντας στον εμβρόντητο Καλαφάτη: «Σήκω φύγε. Όπως φαίνεται δεν χρειαζόμαστε έφορο»!

Εκτός γηπέδου ωστόσο ο Λοράντ ήταν ένας φιλικός, καλλιεργημένος άνθρωπος. Λάτρευε το καλό κρασί (στο σπίτι του στο Φράιμπουργκ διατηρούσε μια αξιοζήλευτη κάβα), το φρέσκο ψάρι και παρά την αυστηρότητα του οι ποδοσφαιριστές ήξεραν ότι είναι δίκαιος και όποτε τον χρειάζονταν θα βρισκόταν στο πλάι τους για να τους στηρίξει.

Την πρώτη του χρονιά στον ΠΑΟΚ η ομάδα σχεδόν ολόκληρη τη σεζόν βρισκόταν στη δεύτερη ή στην Τρίτη θέση. Ωστόσο μια αγωνιστική πριν από το τέλος ο «Δικέφαλος» υποδέχτηκε την ΑΕΚ στη φλεγόμενη Τούμπα και χάρη στο γκολ του Γκουερίνο νίκησε 1-0, την προσπέρασε και εν τέλει αναδείχθηκε πρωταθλητής για πρώτη φορά στην ιστορία του! «Εμείς τρέχαμε όλη τη χρονιά με λαστιχένια παπούτσια», δήλωσε αμέσως μετά ο Ούγγρος προπονητής, εννοώντας ότι ο ΠΑΟΚ κυνήγησε αθόρυβα τον τίτλο και όταν πια πήραν χαμπάρι οι υπόλοιποι τι γινόταν, ήταν αργά.

Το καλοκαίρι του 1976, ύστερα από έντονη διαφωνία με τον Γιώργο Παντελάκη, έφυγε από την ομάδα για να επιστρέψει  και πάλι το 1980 στη δεύτερη και μοιραία θητεία του. Συνολικά κάθισε σε 89 αγώνες στον πάγκο του ΠΑΟΚ και είναι τρίτος στη λίστα πίσω από τον Λες Σάνον και τον Άγγελο Αναστασιάδη.

Το πρωί της 31ης Μαϊου λοιπόν του 1981 ο ΠΑΟΚ είχε καταλύσει το ξενοδοχείο «Κονσταντίν» της Κατερίνης. Ο Λοράντ από πολύ νωρίς ένιωθε δυσφορία, όμως το απέκρυψε επιμελώς από τους ανθρώπους της ομάδας. Το ίδιο απόγευμα θα άφηνε την τελευταία του πνοή του στον πάγκο της Τούμπας. Κάτω από τον λαμπερό ήλιο που ευθύς εξαρχής τον έφερε στη Θεσσαλονίκη

 

Πηγή:https://www.e-soccer.gr/