Ο φετινός Πανελλήνιος Διαγωνισμός Λογοτεχνικής Έκφρασης για εφήβους και νέους που πραγματοποιείται από τον Δήμο Βύρωνα για όγδοη συνεχόμενη χρονιά τιμά την επέτειο της Μικρασιατικής Καταστροφής και επιλέγει ως θέμα τη φράση της Φιλιώς Χαϊδεμένου «Δεν θα ξαναδώ τον τόπο μου, αλλά δεν θα τον ξεχάσω ποτέ».

Η κυρία Δήμητρα Νούση, συντονίστρια του project με τίτλο «Στο βλέμμα του Μπάιρον», μιλά στο My Writer’s Gang για τον Θεσμό και την οχτάχρονη πορεία του.

M.W.G: Κυρία Νούση, ο λογοτεχνικός διαγωνισμός του Δήμου Βύρωνα πραγματοποιείται για όγδοη συνεχόμενη χρονιά. Πώς ξεκίνησε ο συγκεκριμένος θεσμός;

Δ. Ν: Ο διαγωνισμός ξεκίνησε όταν ο Δήμος Βύρωνα κάλεσε μία ομάδα πολιτών που ασχολούνται με το βιβλίο να κάνει προτάσεις για τον σχεδιασμό μιας πολιτικής βιβλίου από τον Δήμο. Τότε προέκυψε ανάμεσά μας ένας προβληματισμός για τη θέση του βιβλίου στον 21ο αιώνα και αποτολμήσαμε να σκεφτούμε, με τον ρομαντισμό, θα έλεγα, μια δράση που να απευθύνεται στη νεολαία. Αφού, λοιπόν, συμφωνήσαμε για την κοινωνική ομάδα στην οποία θα θέλαμε να απευθύνουμε τη δράση μας, θεωρήσαμε ότι η νεολαία θα έπρεπε να λάβει από εμάς μια πρόσκληση έκφρασης, δηλαδή ένα κάλεσμα για να μας πει τι σκέφτεται. Έτσι γεννήθηκε το πρόγραμμα του Δήμου με τίτλο «Στο βλέμμα του Μπάιρον» και ο πρώτος διαγωνισμός λογοτεχνικής έκφρασης εφήβων και νέων το 2015.

M.W.G: Ποια είναι τα κριτήρια με τα οποία επιλέγεται κάθε χρόνο η θεματική του διαγωνισμού;

Δ. Ν: Η θεματική ενότητα επιλέγεται συχνά από την επικαιρότητα και τα κοινωνικά ζητήματα που τίθενται. Ένας άλλος παράγοντας που μας σπρώχνει σε μια επιλογή θέματος είναι μια μεγάλη επέτειος, ένας εορτασμός όπως είχαμε πέρσι τα 200 χρόνια από την ελληνική επανάσταση. Σκεφτήκαμε ότι ένας Δήμος που τιμά έναν μεγάλο Φιλέλληνα δεν μπορεί να μην συζητήσει αυτό το θέμα με τη νεολαία. Μια άλλη διάσταση που μας απασχολεί στη διαμόρφωση ενός θέματος είναι η σχέση με τη βυρωνική αντίληψη και τον ρομαντισμό. Αυτό είναι στοιχείο που έμμεσα συζητιέται στα θέματά μας καθώς σε όλα τα ζητήματα μπορεί να υπάρχει και η ρομαντική προσέγγιση. Έτσι συνδέουμε τον σύγχρονο προβληματισμό με μια παγκόσμιας αξίας μορφή των γραμμάτων όπως ο Μπάιρον και μία πόλη που τον τιμά και προσπαθεί με σύγχρονους όρους να προβάλλει την αξία της σκέψης του.

M.W.G: Τα βραβευθέντα έργα εκδίδονται με μέριμνα του Δήμου Βύρωνα. Θα θέλατε να αναφερθείτε στο ταξίδι των προηγούμενων εκδόσεων και ποια ήταν η ανταπόκριση του κοινού;

Δ. Ν: Αυτό είναι ένα άλλο ιδιαίτερο σημείο του διαγωνισμού μας. Τα βιβλία του Δήμου, τα οποία υπάρχουν και αναρτημένα, δεν πωλούνται. Είναι εκδόσεις συλλεκτικές, εξαιρετικά καλαίσθητες κατά τη γνώμη μου και χαρίζονται σε όλους τους Δήμους της Ελλάδας. Από τον σχεδιασμό της δράσης είχαμε ως στόχο ο Δήμος Βύρωνα μέσα από τη φωνή της νεολαίας μας να εκπέμπει ένα μήνυμα πολιτισμού κάθε χρόνο. Τα βιβλία μας, λοιπόν, στέλνονται στις Δημοτικές βιβλιοθήκες, στα σχολεία των παιδιών που συμμετέχουν στον διαγωνισμό, στα σχολεία του Βύρωνα, φυσικά, σε φορείς πολιτισμού, αλλά και χαρίζονται στους επισκέπτες της πόλης μας. Πρόκειται για μια αντίληψη πολιτικής πολιτισμού που προσπαθεί να προτείνει ο Δήμος. Δηλαδή: να συλλέγει τον νεανικό στοχασμό της νεολαίας μας, να τον καταθέτει σε όλη την Ελλάδα και να τον χαρίζει στην ιστορία για τους μελετητές του μέλλοντος, αλλά και σε αυτούς που πρέπει να αφουγκραστούν αυτόν τον στοχασμό. Είναι μια αντίληψη καθαρά βυρωνική, μια αντίστροφη, στους σύγχρονους καιρούς, σκέψη. Υπάρχουν δήμαρχοι και εκπαιδευτικοί που απαντούν στον Δήμο με ενθουσιασμό. Υπάρχουν Δήμαρχοι που περιμένουν το βιβλίο και παραπονούνται όταν αργούν να το λάβουν. Ο Δήμος Βύρωνα κατόρθωσε να δίνει ένα ραντεβού με τις πόλεις της Ελλάδας κάθε χρόνο μέσα από ένα βιβλίο και με μια δημοτική βιβλιοθήκη. Και φυσικά υπάρχει η υποδοχή των παιδιών, αλλά και των καθηγητών, που λαμβάνουν κάθε χρόνο τα βιβλία με τα έργα τους και μας εμπιστεύονται τον ενθουσιασμό τους. Δεν φανταζόμαστε όταν ξεκινήσαμε τον διαγωνισμό ότι θα βλέπαμε δακρυσμένους παππούδες με τα βιβλία στο χέρι, ευτυχείς καθηγητές να συνοδεύουν από την επαρχία τους μαθητές στην Αθήνα για να λάβουν τα βιβλία – βραβεία του διαγωνισμού, αλλά ούτε και ότι τα βιβλία θα αποτελούσαν στοιχεία βιογραφικού προκειμένου να εγγραφούν νεαροί έφηβοι σε κολλέγια στα οποία στείλαμε αντίτυπα, ως απόδειξη της διάκρισης των παιδιών που έλαβαν μέρος στον διαγωνισμό. Πρόκειται για μια δημόσια έκφραση των νέων που συμμετέχουν, η οποία μπορεί, ίσως να πνίγεται ανάμεσα στον κατακλυσμό του Facebook και του Instagram, αλλά και διαφέρει, ταυτόχρονα, τόσο πολύ!

M.W.G: Ο φετινός διαγωνισμός είναι αφιερωμένος στη Μικρασιατική Καταστροφή. Ο Δήμος Βύρωνα ήταν μια από τις περιοχές που φιλοξένησαν τους πρόσφυγες που έφθασαν στην Ελλάδα το 1922 και ήταν ο πρώτος προσφυγικός αστικός συνοικισμός. Σήμερα, έναν αιώνα αργότερα από εκείνη την περίοδο, εξακολουθούν να κατοικούν στην περιοχή απόγονοι εκείνων των οικογενειών; Διατηρούν τα ήθη και τις παραδόσεις; Υπάρχει συναισθηματικό δέσιμο των νεότερων γενιών με το παρελθόν;

Δ. Ν: Εκατό χρόνια μετά προφανώς και η πόλη δεν είναι η ίδια, η σύνθεση του πληθυσμού έχει αλλάξει, νομίζω ότι σε καμιά πόλη η σύνθεση του πληθυσμού δεν είναι η ίδια σε σύγκριση με αυτήν που υπήρχε εκατό χρόνια πριν.

Ναι, υπάρχει ένας αριθμός των απογόνων των προσφύγων στην πόλη και μάλιστα γίνεται μια μεγάλη προσπάθεια να αποκτήσει η πόλη ένα δικό της μουσείο, δηλαδή προσπάθεια να λάβει τη θέση της εντός της πόλης η μήτρα της πόλης, όπου θα τοποθετηθούν τα ενθυμήματα της γέννησης και της ζωής της. Αυτό το γεγονός θα αποτελέσει, πιστεύω, ένα σημείο συναισθηματικής επαφής με το παρελθόν. Τώρα, τι σημαίνει διατηρούν τα έθιμα και τις παραδόσεις; Εάν σημαίνει να έχουμε μερικές χιλιάδες παιδιών που χορεύουν τον μπάλο, τον κόνιαλι ή τη Γιωργίτσα απαντώ όχι, δεν υπάρχουν αυτές οι χιλιάδες. Είμαι σίγουρη, όμως, ότι στη συνείδηση όλων αυτών των απογόνων των Μικρασιατών, χωρίς να το καταλαβαίνουν οι ίδιοι, υπάρχει ένα κομμάτι αυτής της καταγωγής. Δεν μπορεί να μην υπάρχουν πληροφορίες που έχουν καταχωνιαστεί από τυχαίες αφηγήσεις των γιαγιάδων, οι οποίες πέρασαν από τη ζωή αυτών των ανθρώπων στα παιδικά τους χρόνια. Δεν μπορεί να μην υπάρχουν μέχρι σήμερα κάποιες συνήθειες οικογενειακές που έχουν ρίζες στη Σμύρνη ή στα Αλάτσατα και που έχουν περάσει από γενιά σε γενιά μοιραία και αθόρυβα. Μπορεί ακόμη και εκατό χρόνια μετά η γεύση και η μαγειρική στα σπίτια αυτών των ανθρώπων να έχει τα αρωματικά εκείνης της εποχής. Εκατό χρόνια είναι πολύ λίγα για να ξεριζώσεις, σε συνθήκες ειρήνης, τη βιωματική σου σχέση με έναν πολιτισμό που δεν υπάρχει πλέον στον τόπο του.

M.W.G: Το θέμα του φετινού διαγωνισμού είναι η φράση της Φιλιώς Χαϊδεμένου «Δεν θα ξαναδώ τον τόπο μου, αλλά δεν θα τον ξεχάσω ποτέ».

Τελικά ο άνθρωπος κουβαλά πάντοτε την πατρίδα του, όπου και αν βρεθεί; 

Δ. Ν: Ο άνθρωπος κουβαλά τις μνήμες του με αυτές ζει, αλλά κυρίως με αυτές πεθαίνει. Ζούμε με μνήμες αλλά και με όνειρα, με επιθυμίες, με ελπίδες, με επιδιώξεις, κόπους, αλλά αυτό που παίρνουμε πεθαίνοντας είναι οι μνήμες μας. Είναι το πιο δικό μας πράγμα που δεν μπορούμε να το μοιραστούμε με κανέναν γιατί τις έχουμε περάσει από το φίλτρο της ψυχής και ζωής μας. Εάν στις μνήμες υπάρχει ο τόπος μιας πατρίδας, δεν τον ξεχνάμε. Κάποιος από την οικογένεια μου ήρθε από τη Σμύρνη εφτά χρονών το 1922. Εκείνο που έλεγε και ξαναέλεγε στα παιδιά του ήταν ότι ο παππούς του τον πήγαινε βόλτα στα αμπέλια τα καλοκαίρια όπου άκουγε από τα γειτονικά μποστάνια το κουδούνισμα που έκαναν τα καρπούζια καθώς ωρίμαζαν. Σήμερα αυτή η αφήγηση, αυτή η μνήμη, υπάρχει ανάμεσά μας εκατό χρόνια μετά. Για ένα εφτάχρονο παιδί η Μικρά Ασία ως πατρίδα ήταν αυτή η βόλτα στα αμπέλια και επιζεί ακόμη. Αυτήν την πατρίδα έφερε εκείνο το παιδί από τη Σμύρνη στον Βύρωνα, αυτήν τη μνήμη έχουμε σήμερα. Απλώς θα πρέπει να λαμβάνουμε υπόψη ότι η πατρίδα που κουβαλά ο καθένας μας είναι μια πολύ προσωπική συναισθηματική υπόθεση.

M.W.G: Ποιο είναι το όραμα για την πορεία του Διαγωνισμού τα επόμενα χρόνια;

Δ. Ν: Προσωπικά, το έχω ξαναπεί: θα ήθελα να δω μια τέτοια δράση να τρέξει σε ένα πανευρωπαϊκό επίπεδο. Ο διαγωνισμός έχει αυτήν την προοπτική. Γνωρίζω ότι η σκέψη αυτή αποτελεί μια χίμαιρα, αλλά, εάν υπάρχει το όραμα να χτίσεις έναν διάλογο πολιτισμού μεταξύ νέων ανθρώπων εντός Ευρώπης, στην εποχή του διαδικτύου είναι πολύ εύκολο και φτηνό να το κάνεις. Ωστόσο, αποτελεί χίμαιρα γιατί λείπουν τα οράματα. Είναι χίμαιρα όχι επειδή δεν μπορούμε να το κάνουμε αλλά επειδή δεν το πιστεύουμε.

M.W.G: Σας ευχαριστούμε πολύ και ευχόμαστε καλή επιτυχία στο έργο σας!!