lt;p>«Ενα έργο ομορφιάς είναι μία παντοτινή χαρά». Με τα λόγια αυτά ο Τζον Κιτς, μεγάλος Βρετανός ποιητής του 19ου αιώνα, σφραγίζει τη γνήσια καλλιτεχνική δημιουργία. Η ταινία «Αντίο, γιε μου» (Βραβείο της Ασημένιας Αρκτου, Berlinale 2019) του Κινέζου σκηνοθέτη Ντι Τζιου Τιαν Τσανγκ, σε καθηλώνει από την πρώτη στιγμή ώς το τελευταίο λεπτό αυτού του τρίωρου αριστουργήματος. Αρχίζοντας από τα πρόσωπα των ηθοποιών που είναι σαν τις μάσκες τις οποίες επεξεργάζεται η ζωή για κάθε άνθρωπο ανάλογα με τον χαρακτήρα του. Επειτα οι τραγικές στιγμές διακρίνονται σε απόσταση από τον θεατή, όπως άλλωστε και στην αρχαία τραγωδία διαδραματίζονται κυρίως στη φαντασία μας παρά σε κοινή θέα επί σκηνής.
Η πλοκή αφορά τις μεγάλες και μικρές ιστορίες μιας οικογένειας που ζει με το πλήγμα της απώλειας του μονάκριβου γιου της. Αφού η πολιτεία δεν επέτρεπε δεύτερο παιδί, υποχρεώνεται η μητέρα σε έκτρωση πριν χάσει το πρώτο σε δυστύχημα. Ετσι αυτή και ο άνδρας της μένουν μόνοι ώσπου να υιοθετήσουν ένα αγόρι το οποίο δυσκολεύεται να αντικαταστήσει στις προσδοκίες τους τον χαμένο γιο. Ως εδώ καιροφυλακτεί ο κίνδυνος του μελοδράματος, όμως ο δημιουργός ξεπερνάει τον σκόπελο. Ο χρόνος της πλοκής δεν είναι ευθύγραμμος, αλλά παρακολουθεί παλινδρομώντας διαρκώς, την κίνηση της μνήμης και της συνείδησης των πρωταγωνιστών. Η επανάληψη τραυματικών αναμνήσεων είναι μία προτροπή στον θεατή να καταλάβει τους μηχανισμούς της δικής του σκέψης. Μόνο ένα έργο τέχνης μπορεί να μας προσφέρει την ενόραση για να αντιληφθούμε ότι δεν ζούμε μόνο με τη συγχρονία των γεγονότων, αλλά ότι ο περασμένος χρόνος στοιχειώνει διαρκώς την αντίληψη της πραγματικότητάς μας. Οι επαναλήψεις μάς βοηθούν να ιεραρχήσουμε, τα όσα έχουν συμβεί σε διαφορετικούς χρόνους ώστε να αποκτήσουν τελικά ενότητα και νόημα στον εσωτερικό χρόνο.
Αυτά τα κουρασμένα πρόσωπα από τα πλήγματα που έχουν υποστεί μαθαίνουν στο καταληκτικό επεισόδιο την αλήθεια για τον χαμό του μοναχογιού τους. Ο συγγενής και αδελφικός του φίλος τους εξομολογείται σε ώριμη πλέον ηλικία τη δικιά του ευθύνη για το δυστύχημα. Μία ευθύνη που μεγαλώνει, όπως ο ίδιος λέει, σαν δένδρο μέσα του. Οι κεραυνόπληκτοι γονείς τον μεταχειρίζονται με την τρυφερότητα που κάθε πραγματικός γονιός μαθαίνει να εκφράζει για όλα τα παιδιά του κόσμου. Είναι ένας καταμερισμός ρόλων που η ταινία μας θυμίζει ότι λειτουργεί φυσιολογικά σε όλους τους ανθρώπους που είναι κανονικοί άνθρωποι.
Η αναδρομή σε στιγμές της πολιτιστικής επανάστασης του Mάo είναι επίσης μία υπενθύμιση της ανοησίας του ολοκληρωτισμού, που ο σκηνοθέτης επισημαίνει όταν ο γέρος πια πρωταγωνιστής χαιρετάει γελώντας ένα ξεχασμένο άγαλμα του μεγάλου τιμονιέρη μέσα στην κοσμογονία της μεταμορφωμένης τους κωμόπολης, την οποία επισκέπτονται ξανά περί το τέλος του έργου. Στην αεροπορική διαδρομή της επιστροφής οι αναταράξεις αναγκάζουν το ζεύγος να σφίξει τα χέρια και την υπέροχη πρωταγωνίστρια να παρατηρήσει: «Παρ’ όλα αυτά φοβόμαστε ακόμη για τη ζωή μας».
Τα εξωτερικά γυρίσματα στο ψαροχώρι στο οποίο καταφεύγουν οι πρωταγωνιστές είναι αριστουργηματικά, όπως και η σκηνή της επίσκεψης στον χορταριασμένο τάφο του παιδιού τους για να μοιραστούν μαζί του το ταπεινό τους γεύμα. Την τελευταία στιγμή ο φακός γυρίζει στο σύγχρονο νεκροταφείο των χιλιάδων τάφων που βρίσκεται στα πόδια του λόφου όπου κάθονται.
Ανάλογη εντύπωση είχε προκαλέσει πριν από μερικά χρόνια ένας άλλος Κινέζος δημιουργός του κινηματογράφου, ο Ζία Ζανγκέ. Εγινε γνωστός στη Δύση το 2006 με το «Ακίνητες Ζωές», έργο που κέρδισε τότε τον «Χρυσό Λέοντα» της Βενετίας. Εκτοτε δεν έπαψε να εμφανίζει δείγματα της τέχνης του. Η Κίνα ευτυχώς εξακολουθεί να μας ξαφνιάζει σε εποχή κατά την οποία ο δυτικός κινηματογράφος επιδίδεται σε εμπορικά θρίλερ σαν το «Homeland» του Netflix. Καλό αλλά λίγο. Οι πρωταγωνιστές παθολογικοί, αλλά όχι δουλεμένοι.
* Ο κ. Θάνος Μ. Βερέμης είναι ομότιμος καθηγητής του ΕΚΠΑ.
Πηγή: