Μοιάζει εν τέλει πως οι νέοι δεν θα μπορέσουν ποτέ, έστω και σημειολογικά, να ταυτιστούν με τις «γραβάτες» των «παλαιών» κομμάτων – όποια κι αν είναι αυτά

Άγγελος Σεριάτος

Οι νέοι φαίνεται ότι θα συνεχίσουν να συμπεριφέρονται εκλογικά όχι με μοναδικό κριτήριο τον ιδεολογικό προσανατολισμό τους ή την ικανότητα των κομμάτων στη διαχείριση της οικονομίας, αλλά και με βάση την αίσθησή τους σε σχέση με το ποιος κομματικός μηχανισμός είναι λιγότερο διεφθαρμένος.

Πολιτικοί επιστήμονες και αναλυτές υπογραμμίζουν συχνά την ξεχωριστή σχέση των νεότερων ηλικιακά ψηφοφόρων με τον ΣΥΡΙΖΑ, καθώς ο τελευταίος στηρίχτηκε από τη μεγαλύτερη μερίδα των νέων 17 έως 34 ετών σε έξι από τις επτά τελευταίες εκλογικές αναμετρήσεις (Μάιος & Ιούνιος 2012, Μάιος 2014, Ιανουάριος & Σεπτέμβριος 2015, Ιούλιος 2019). Για μια περίοδο οκτώ και πλέον ετών, το κόμμα της Αριστεράς συνεχίζει να δημιουργεί και να αναπαράγει ταυτίσεις με το συγκεκριμένο κοινό σε εκλογικές αναμετρήσεις πρώτης ή δεύτερης τάξης, είτε το κλίμα τον ευνοεί, όπως το 2015, είτε δεν τον ευνοεί, όπως το 2019.

Ωστόσο, πώς μπορεί κανείς να αποκωδικοποιήσει τη σταθερή εκλογική σχέση μεταξύ των νέων και του κόμματος της Αριστεράς; Η υπόθεση ότι η ηλικία και ο ιδεολογικός προσανατολισμός συσχετίζονται ως μεταβλητά μεγέθη δεν είναι καινούργια, καθώς έχει υποστηριχτεί ήδη από την εποχή της βασιλείας του Λουδοβίκου ΙΣΤ’ (1774 – 1792) και τον François Guizot, ο οποίος υποστήριξε ότι το να μην είναι κάποιος συντηρητικός στα 20 του χρόνια αποτελεί απόδειξη ότι «διαθέτει καρδιά», ενώ το να είναι συντηρητικός στα 30 αποτελεί απόδειξη ότι έχει πλέον καλλιεργήσει ορθολογικό τρόπο σκέψης.

Εντούτοις, τα τελευταία χρόνια οι πολιτικοί επιστήμονες συγκλίνουν προς την άποψη ότι η σχέση μεταξύ ηλικίας και ιδεολογικού προσανατολισμού είναι πολύ πιο σύνθετη από αυτήν που συχνά υπονοείται πως είναι, ότι δηλαδή με γραμμικό τρόπο οι νέοι είναι προοδευτικοί και οι μεγαλύτεροι ηλικιακά συντηρητικοί. Και επειδή η χώρα μας δεν θα μπορούσε να αποτελεί εξαίρεση, οι ταυτίσεις μεταξύ του ΣΥΡΙΖΑ και των νεότερων ηλικιακά ψηφοφόρων δεν μπορούν να αποδοθούν –αποκλειστικά– σε «εγγενή» χαρακτηριστικά της ηλικίας, όπως π.χ. η ριζοσπαστικότητα.

Οι σημερινοί νέοι έχουν πολιτικοποιηθεί σε μια εποχή παρατεταμένης οικονομικής και πολιτικής κρίσης, προσεγγίζοντας τα πολιτικά πράγματα με βάση δίπολα που αναπτύχθηκαν με έντονο τρόπο εντός αυτής της περιόδου: Νέο και Παρωχημένο. Λαός και Ελίτ. Εντιμοι και Διεφθαρμένοι. Ο ΣΥΡΙΖΑ έως και το 2015 εκλαμβανόταν ως ο κύριος εκφραστής του «νέου» και του «αντισυστημικού», ερχόμενος με «εντιμότητα» να αλλάξει τα πάντα.

Εχοντας για μεγάλη μερίδα νέων ηλικιακά ψηφοφόρων απολέσει τα δύο πρώτα στοιχεία μετά τον συμβιβασμό του 2015, κατάφερε σταδιακά να υπερκεράσει τη ματαίωση των προσδοκιών που είχε καλλιεργήσει κατά την περίοδο όπου «η ελπίδα ερχόταν», πείθοντας τη μεγαλύτερη μερίδα αυτών ότι ως πολιτικός οργανισμός είναι -τουλάχιστον- περισσότερο έντιμος σε σχέση με τον αντίστοιχο της Ν.Δ. Πείθοντας τελικά ότι μπορεί ενδεχομένως να κατηγορηθεί για «νεανική ελαφρότητα» αλλά όχι για «ανεντιμότητα».

Η συντηρητική παράταξη, έχοντας ξεπεράσει την αρχική της αμηχανία, επιχειρεί τα τελευταία χρόνια να υποβαθμίσει τα σχετικά δίπολα, καθώς γνωρίζει ότι σε βάθος χρόνου η διαιώνισή τους ίσως της στοιχίσει, μέσω της εκλογικής αποχώρησης των ηλικιωμένων ψηφοφόρων, οι οποίοι τοποθετούνται κυρίαρχα επί άλλων παραδοσιακότερων δίπολων. Για την επίτευξη του στόχου της προσέλκυσης των νέων ψηφοφόρων η Ν.Δ. υλοποιεί μια διττή στρατηγική:

Πρώτον, προτάσσει την εθνική ομοψυχία και ενότητα έναντι της διαίρεσης «Λαός – Ελίτ», ενώ παράλληλα επιδιώκει να ρηγματώσει το αφήγημα περί ηθικού πλεονεκτήματος του ΣΥΡΙΖΑ, με στόχο την αποδυνάμωση της ισχύος της διαίρεσης «Εντιμοι – Διεφθαρμένοι». Δεύτερον, επιχειρεί να αναδείξει νέα δίπολα που αφορούν είτε θέματα στα οποία το κόμμα εκλαμβάνεται ως «θεματικά αρμόδιο» (π.χ. εθνικά θέματα), είτε -και κυρίαρχα- θέματα με τα οποία ταυτίζονται πλήρως οι τεχνολογικά μορφωμένοι νέοι, όπως η ψηφιακή διακυβέρνηση, ο εκσυγχρονισμός της δημόσιας διοίκησης και η καταπολέμηση της γραφειοκρατίας.

Είναι όμως μια τέτοια στρατηγική ικανή να διαρρήξει οριστικά τους δεσμούς του ΣΥΡΙΖΑ με τους νέους ηλικιακά ψηφοφόρους; Αν και προφανώς η απάντηση εξαρτάται σε μεγάλο βαθμό από τη στοχευμένη ηλικιακά στρατηγική που θα υιοθετήσει το κόμμα της Αριστεράς, η προσωπική μου εκτίμηση είναι πως με τα σημερινά δεδομένα μια τέτοια εξέλιξη μοιάζει απίθανη, καθώς ούτε η διαχείριση του δημοψηφίσματος, ούτε αυτή της καταστροφικής πυρκαγιάς στο Μάτι αλλά ούτε και η Συμφωνία των Πρεσπών κατάφεραν να διαρρήξουν αυτή τη σχέση.

Φαίνεται πως υπάρχει κάτι πιο βαθύ που ταυτίζει μια σημαντική μερίδα των σημερινών νέων με το κόμμα, οι οποίοι ενώ δεν «είναι ΣΥΡΙΖΑ», συνεχίζουν να στηρίζουν εκλογικά το κόμμα, στη βάση μιας αίσθησης ότι ως μηχανισμός είναι λιγότερο διεφθαρμένος από τη συντηρητική παράταξη. Οι νέοι φαίνεται πως πείθονται, εν τέλει, ανά περιπτώσεις για την αναγκαιότητα στήριξης του περισσότερο έντιμου παίκτη, κινούμενοι κυρίαρχα μεταξύ αποχής και ΣΥΡΙΖΑ, με πιο χαρακτηριστικό παράδειγμα την αποχή τους από τις ευρωπαϊκές εκλογές του 2019 και την επιστροφή τους δύο μήνες αργότερα για να ψηφίσουν το κόμμα της Αριστεράς στις βουλευτικές κάλπες.

Μοιάζει εν τέλει πως οι νέοι δεν θα μπορέσουν ποτέ, έστω και σημειολογικά, να ταυτιστούν με τις «γραβάτες» των «παλαιών» κομμάτων – όποια κι αν είναι αυτά. Δεν τις γνωρίζουν – ή αν τις γνωρίζουν δεν αισθάνονται ακόμα άνετα φορώντας τες. Οι σημερινοί, πολυσυλλεκτικοί ως προς την κατασκευή των ιδεολογικών αφηγημάτων τους νέοι φαίνεται ότι θα συνεχίσουν να συμπεριφέρονται εκλογικά όχι με μοναδικό κριτήριο τον ιδεολογικό προσανατολισμό τους ή την ικανότητα των κομμάτων στη διαχείριση της οικονομίας, αλλά και με βάση την αίσθησή τους σε σχέση με το ποιος κομματικός μηχανισμός είναι λιγότερο διεφθαρμένος, δηλαδή με βάση έναν δείκτη όπου μεταξύ των νέων έως 34 ετών ο ΣΥΡΙΖΑ υπερέχει της Ν.Δ. για περισσότερα από οκτώ χρόνια.

* Ο Άγγελος Σεριάτος είναι υπεύθυνος Πολιτικών Ερευνών της Prorata, υπ. διδάκτορας Πολιτικής Επιστήμης

πηγή: Εφημερίδα των Συντακτών