Πολύ πριν το τεράστιο μπαμ που έκανε το «Emily in Paris» στην συνδρομητική πλατφόρμα του Netflix, το Παρίσι ως πόλη των θαυμάτων και ρομαντικό λούνα παρκ είναι ένα μοτίβο που έχει προβληθεί πολλάκις στις οθόνες μας.
Είτε κάνουμε λόγο για την Κάρι Μπράντσο στο Sex and the City, που αποτελεί μια κλασική εκδοχή της Αμερικανίδας στο Παρίσι, είτε για διαχρονικές ταινίες του τύπου Αμελί, Moulin Rouge και Bonjour Paris!, η κινηματογραφική ποπ κουλτούρα αντιλαμβάνεται την ζωή στην γαλλική πρωτεύουσα με τρόπο σχεδόν μυθικό κι εντελώς αποστασιοποιημένο από την πραγματικότητα.
Όχι ότι είναι κακό να πιστεύουμε στα παραμύθια· απλά αποτελεί μια παράδοση που χρήζει ερμηνείας, καθώς η συγκεκριμένη απεικόνιση δεν συναντάται για καμία άλλη πόλη του κόσμου. Η Νέα Υόρκη παρουσιάζεται μεν, για παράδειγμα, ως αστικός παράδεισος της σύγχρονης ζωής (οπότε υπάρχει ένας βαθμός εξιδανίκευσης), αλλά δεν στέκεται ποτέ ικανή να μεταφέρει τους θεατές σε διαφορετικό χωροχρόνο με τον τρόπο που το καταφέρνει το χολιγουντιανό Παρίσι.
Πως ξεκίνησε λοιπόν αυτός ο μύθος που έκανε σύσσωμο το καλλιτεχνικό στερέωμα να βλέπει το Παρίσι πίσω από ροζ γυαλιά;
Μια παριζιάνικη ουτοπία που καταρρέει
Η απάντηση βρίσκεται πιθανότητα σε μια εποχή μακρινή από τη δική μας· η λεγόμενη «χαμένη γενιά» της δεκαετίας του 1920 – που ονομάζεται έτσι μεταξύ άλλων λόγω οικονομικού κραχ- κατέφυγε σε μεγάλο βαθμό στην Πόλη του Φωτός για να κυνηγήσει τα όνειρά της.
Οι μποέμ προσωπικότητες που συσπειρώθηκαν στην μέχρι και τώρα καλλιτεχνικότερη γωνιά του Παρισιού, την Μονμάρτρη, μεταξύ των οποίων βρίσκεται κι ο Έρνεστ Χέμινγουεϊ, ο Τόμας Έλιοτ κι ο Σαλβαντόρ Νταλί, ήταν ίσως οι πρώτες και οι τελευταίες που έζησαν το παρισινό όνειρο στην αυθεντική του, ρομαντική μορφή.
Οι περιπέτειες τους στα τζαζ μπαρ, οι φιλοσοφικές συζητήσεις τους στα διάσημα αρτιστικ καφέ και η οινογνωσία στα μπιστρό της γαλλικής πρωτεύουσας, αποτέλεσαν τεράστια πηγή έμπνευσης για τον καλλιτεχνικό τους οίστρο, με αποτέλεσμα να αποτυπώνουν τις εμπειρίες τους ιδιαίτερα γλαφυρά και νοσταλγικά στο έργο τους.
Χαρακτηριστικό παράδειγμα αποτελεί το μυθιστόρημα του Χέμινγουεϊ «Μια κινούμενη γιορτή», καθώς είναι μέχρι και σήμερα ο απόλυτος καλλιτεχνικός ύμνος για όσους είχαν την τύχη να περπατήσουν στους παρισινούς δρόμους και να βιώσουν την καθημερινότητα της πόλης ως νέοι.
Τώρα όμως έχουμε 2020. Τα καφέ του Χέμινγουεϊ όπως το «Les Deux Magots» είναι γεμάτα αμερικάνους τουρίστες και η πλατεία της Όπερας βρίθει τουριστικών λεωφορείων.
Το ζήτημα της εξιδανίκευσης του πάλαι ποτέ Παρισιού θίγει με επιτυχία ο Γούντι Άλεν στην ταινία του «Μεσάνυχτα στο Παρίσι», όπου ο φιλότεχνος και ακραία ρομαντικός πρωταγωνιστής αντιμετωπίζει την πόλη σαν παράλληλο σύμπαν που είναι ικανό να ξεδιπλώσει όλο το παρελθόν μπροστά στα μάτια του.
Ωστόσο σύντομα συνειδητοποιεί πως κάτι τέτοιο αντικατοπτρίζει απλά την έμφυτη ανάγκη του ανθρώπου να ξεφύγει από τα προβλήματα της καθημερινότητας, πλάθοντας μια σουρεαλιστική εικόνα σχετικά με την πραγματικότητα των άλλων εποχών για να αιχμαλωτίσει την προσοχή του στην νοσταλγία αντί για την βελτίωση του παρόντος.
Όσο καλά και να μας τα λέει ο Γούντι Άλεν στο έργο του, εμείς λογοκρισία στην τέχνη δε θα επιβάλουμε. Οι ταινίες δε χρειάζεται να αποτελούν πάντα καθρέφτη της πραγματικότητας, καθώς οι άνθρωποι έχουν ανάγκη από τα παραμύθια όταν επιστρέφουν σπίτι από την ρουτίνα τους.
Παρασυρθείτε λοιπόν άφοβα στην δίνη των χολιγουντιανών κλισέ πίνοντας γαλλικό Sauvignon, και απολαύστε την καλύτερη εκδοχή του Παρισιού, το οποίο έτσι κι αλλιώς παραμένει συγκλονιστικό και στον πραγματικό κόσμο.
Ντορίνα Παπαγεωργίου