Η τέχνη έχει αναδείξει ουκ ολίγες φορές ζητήματα κακοποίησης φωτίζοντας με αυτόν τον τρόπο τα πιο σκοτεινά σημεία της ανθρώπινης ψυχής. Η αληθινή ιστορία της παιδοκτόνου Σίρλεϋ Τζόουνς, θύμα της συνεχούς κακοποίησης που δεχόταν από τον σύντροφό της Ντέιβι, είχε συγκλονίσει την κοινή γνώμη των ΗΠΑ, καθώς το δικαστήριο στο τέλος την αθώωσε για το ειδεχθές έγκλημα της. Η Άννα Ρέυνολντς, η οποία ήταν συγκρατούμενη της Σίρλεϋ, μαζί με την Μόιρα Μπουφίνι, χάρισαν στο παγκόσμιο θέατρο μια συγκλονιστική μαρτυρία για τα όρια του ανθρώπινου νου, αλλά και τις επιπτώσεις που έχει για τον ψυχισμό η συνεχής έκθεση στη βία.
Ακολουθούν αποσπάσματα από τον συγκλονιστικό μονόλογο:
“Μα θα βρει άντρα, σίγουρα. Είναι πολύ όμορφη”.
Ευχαριστώ, μητέρα. Ε, βρήκα καμιά εκατοστή βατράχους. Εδώ που τα λέμε, Τζόρνταν, το ίδιο έκανε και η μάνα μου. Παντρεύτηκε ένα βάθρακα. Τον πατέρα μου. Όταν ήμουν μικρή, μου φαινόταν θεόρατος. Παχιά φρύδια, ζεστά μάτια, μεγάλες γροθιές. Μόνο άμα μεγάλωσα, κατάλαβα τι κοντούλης που ήτανε. Πότε, πότε, η μητέρα μου έβγαινε απ’ την κάμαρά τους με κάτι παράξενες μελανιές στο πρόσωπο, πρησμένη σα να είχε πάει στον οδοντογιατρό. Τρόμαζα όταν την έβλεπα έτσι. Γιατί κανένας άλλος δεν τις έβλεπε αυτές τις μελανιές, μόνο εγώ. Οι γείτονες, οι πελάτισσες στα μαγαζιά, τ΄ αδέρφια μου – όλοι κάνανε σα να μην υπάρχουν εκείνα τα σημάδια. Εγώ κρυβόμουνα, να μην κοιτάω το πρόσωπό της. Κάτι τέτοιες μέρες ο πατέρας μου της έφερνε λουλούδια, μεγάλα κίτρινα λουλούδια, και ραβασάκια με ποιήματα. “Κόκκινα είναι τα ρόδα και πράσινη η λεβάντα, κίτρινα τα σημάδια, μα σ΄αγαπώ για πάντα”. Και τη φύλαγε κι εκείνη του έφτιαχνε τσάι… Βλέπεις, πρέπει να ‘σαι γλυκός για να ΄σαι σκληρός.
(…)
Το σκουλήκι που βλέπω εκεί μέσα λέει: “Ήθελα να ΄χω πατέρα τον Ντέιβυ”. Μπούρδες, λέω εγώ. Πάντα μου διάλεγα τους πιο ζόρικους, τους πιο επικίνδυνους. Πήγαινα ίσια πάνω στις φλόγες, σαν τυφλή, με τραβούσανε, να νιώσω τη φωτιά τους. Δεν ήθελα κάναν ξενέρωτο με κρεμασμένα μούτρα. Η’ κάναν κόπανο, ντυμένο σαν λουκάνικο, που χαζογυρνάει στα μαγαζιά. Δεν ήθελα κάναν ψόφιο σαν κι εμένα. Κι ο Ντέιβυ ήταν αληθινά επικίνδυνος. Μ’ άρπαξε απ’ τη βροχή και τις χαρτοπετσέτες και τα λουκάνικα, και με τίναξε πέρα στο Πόρτσμουθ! Γαντζώθηκα σφιχτά στην πλάτη του, καθώς δραπετεύαμε. Το μόνο που πήρα μαζί μου ήτανε μερικά πανταλόνια και τις κασέτες μου. Πιάσαμε ένα διαμερισματάκι. Φαγωμένα χαλιά, ψόφιες μύγες στην ταπετσαρία κι ένα κρεβάτι που έβγαινε από την ντουλάπα. (…) Μια νύχτα, αγοράσαμε φαΐ και κάτσαμε μπρος στην τηλεόραση. Πήγε στο αποχωρητήριο κι εγώ πήρα ένα κουτί με μπίρα. “Ορίστε”, του είπα άμα βγήκε. “Άνοιξε την”, μου λέει. Και την άνοιξα και τον περιέχυσα ολόκληρο, κι αυτός μου ‘κοψε το γέλιο με μια γροθιά. Ήταν η πρώτη φορά. Κι ένιωσα ηλίθια.
(…)
Τα χέρια του Ντέιβυ γίνανε τραχιά, με γδέρνουν. Το στόμα του έχει χαλαρώσει από το ποτό, μου κάνει άσκημες γκριμάτσες, σα να θέλει να πει κάτι, κάτι χαμένο μες στα μάτια του, που λένε: “Μην τα βάζεις μαζί μου”. Εγώ μένω ασάλευτη, αμίλητη, προσπαθώντας να τον κάνω να πιστέψει πως δεν είμαι εκεί – μην πειραχτεί αν κουνηθώ, όταν εσύ κλωτσάς πιο δυνατά κι έρχεσαι πιο κοντά στον κόσμο.
Φοβάμαι τα χέρια του. Όταν με δέρνει, μου ‘ρχονται στο νου μεγάλα κίτρινα λουλούδια… και είναι αλήθεια για τα σημάδια. Κανένας άλλος δεν μπορεί να τα δει. Όλα τα συνηθίζεις. “Σόρρυ κούκλα”, μου λέει, με το κεφάλι γερμένο στο πλάι, περνώντας τα δάχτυλά του στα μαύρα του μαλλιά. Πάντα λέει “σόρρυ” – έπειτα.
Τότε σε μίσησα. Πέρασα τις τελευταίες βδομάδες καθισμένη μπροστά στο γκρίζο παράθυρο, κοίταγα πέρα απ’ τις στέγες τη θάλασσα, σα μακρινή γραμμή. Ο αέρας ήταν ασάλευτος και η χέρσα γη ολότελα απόμακρη. Οι γλάροι πετούσανε γύρω γύρω. Μισούσα τις φωνές τους. Περίμενα να τελειώσει αυτό…
(…)
Αυτό δείχνει το μικρό αποχαιρετιστήριο σημάδι που μου έκανε ο Ντέιβυ… Μπορώ τώρα να λέω το όνομα του, χωρίς να πονάω. Ο Ντέιβυ. Αυτό άφησε πίσω του, όταν έφυγε. “Παράσημο”, το λένε τα κορίτσια. Την τελευταία νύχτα που ήμουνα μαζί του, μου ‘δειξε το μαχαίρι του. Ένα κοφτερό μαχαίρι, μ’ αυτό με χτύπησε. “Πληρωμή σε είδος”, είπε.
*Τα αποσπάσματα είναι από τον θεατρικό μονόλογο “Τζόρνταν” των Άννα Ρέυνολντς – Μόιρα Μπουφίνι σε απόδοση Μάριου Πλωρίτη (Εκδόσεις Καστανιώτη, 1994).
Άννα Σαϊνίδου