Τι μας βασανίζει σε αυτές τις ιδιότυπες συνθήκες περιορισμού; Η λαχτάρα μας να βγούμε έξω, να κατακτήσουμε απάτητες βουνοκορφές; Το παιδικό πείσμα ενάντια στην απαγόρευση;
Ένας άντρας κοιτάει το τοπίο που απλώνεται μπροστά του. Είναι ο περιηγητής του Κάσπαρ Ντάβιντ Φρίντριχ που αντικρίζει την ομιχλώδη άβυσσο ή ο Οδυσσέας καθώς αναμετράται με το αστραποβόλο πέλαγος που χωρίζει το νησί της Καλυψώς από το κρεβάτι του στην Ιθάκη;
Ο Οδυσσέας, όπως ξέρουμε όλοι καλά, βασανίζεται από νόστο, θέλει απελπισμένα να γυρίσει σπίτι:
«Τον βρήκε να κάθεται στο περιγιάλι,
ούτε στιγμή δεν στέγνωναν τα μάτια του απ’ το κλάμα,
έλιωνε η γλυκιά ζωή του απ’ τον καημό του γυρισμού κι οδύρονταν,
αφού καμμιά χαρά δεν του έδινε τώρα η νεράιδα».*
Ο ρομαντικός περιηγητής του 19ου αιώνα, όμως, τι αναζητά στην άκρη του βαράθρου; Τι σκέφτεται; Είναι άραγε ο προπάππους του στερεοτυπικού Γερμανού τουρίστα; Εκείνου που αναπόφευκτα έχουμε συναντήσει όλοι, πότε να διασχίζει εκνευριστικά χαρούμενος το φαράγγι της Σαμαριάς, πότε να ξεροψήνεται στην πιο δυσπρόσιτη παραλία των Κυκλάδων –ολόγυμνος φυσικά–, πότε να μας χαμογελά με τα Μπίρκενστοκ και τις κάλτσες του από το μοναδικό τραπέζι του καφενείου του μπαρμπα-Γιάννη;
Η γερμανική λέξη για την επιθυμία επιστροφής στην εστία είναι «Heimweh» –ο καημός για την πατρίδα– και σύμφωνα με τις πηγές την εισήγαγαν οι σκληροτράχηλοι Ελβετοί μισθοφόροι του Λουδοβίκου ΙΔ΄. Οι κακουχίες του πολέμου μπορεί να μην τους άγγιζαν, αλλά η ανάμνηση των απάτητων κορφών και των κρυστάλλινων λιμνών της πατρίδας τούς βύθιζε στην απελπισία. (Παραδόξως, το ελληνικό της όνομα το οφείλουμε στον Ελβετό γιατρό Johannes Hofer, που πρωτομίλησε για νοσταλγία το 1688.)
Ενταγμένο στο γερμανικό λεξιλόγιο, το «Heimweh» χρειαζόταν το αντίθετό του, το «Fernweh», δηλαδή την ακατανίκητη επιθυμία αποκοπής από το οικείο, την αναζήτηση μακρινών άγνωστων τόπων, τη δίψα για το διαφορετικό. Αυτή η δίψα είναι άραγε το κίνητρο του άντρα στο ορεινό τοπίο; Η ακατανίκητη λαχτάρα να αντικρίσει το άγνωστο; Θέλει απλώς να δραπετεύσει από τη «χλωμή μητέρα» των πληκτικών οριζόντων της γενέτειράς του ή να ξαναγυρίσει σε ένα μυθικό παρελθόν ερειπίων, πιο ανέμελο και ηλιόλουστο;
Εμάς, κατ’ επέκταση, τι μας βασανίζει τώρα, σε αυτές τις ιδιότυπες συνθήκες περιορισμού; Η λαχτάρα μας να βγούμε έξω, να κατακτήσουμε απάτητες βουνοκορφές; Το παιδικό πείσμα ενάντια στην απαγόρευση; Αυτή η αίσθηση αλλόκοτου που μας κατακλύζει για ό,τι συμβαίνει αντιστοιχεί σε μία ακόμη γερμανική λέξη: «Unheimlich». Το ανοίκειο.
Ξανά το «heim» εδώ (το σπίτι, η εστία, το οικείο) με την αναίρεσή του (Un). Συνηθίζουμε να πιστεύουμε πως αυτό που μας τρομάζει είναι το άγνωστο, το μη οικείο. Ωστόσο, όπως μας διαβεβαιώνει ο Φρόιντ, «το ανοίκειο είναι μια παραλλαγή του τρομακτικού, η οποία ανάγεται σε κάτι παλαιόθεν γνωστό, παλαιόθεν οικείο». Η Γαλλίδα φιλόσοφος Μπάρμπαρα Κασέν το θέτει κάπως διαφορετικά στη «Νοσταλγία» της: «Νοσταλγία είναι αυτό που σε κάνει να προτιμάς να γυρίσεις σπίτι σου, ακόμη κι αν είναι για να βρεις εκεί τον χρόνο που περνά, τον θάνατο και, έτι χείρον, τα γηρατειά αντί της αθανασίας».
Κάπως έτσι προτίμησε ο Οδυσσέας τη γερασμένη σύζυγό του και την κοινή ανθρώπινη μοίρα από την αθάνατη θεά και την αιωνιότητα. Κάπως έτσι ατενίζουμε κι εμείς το όποιο τοπίο απλώνεται μπροστά μας αυτές τις μέρες, διχασμένοι ανάμεσα στην επιθυμία της ασφάλειας του σπιτιού και την επιθυμία για περιπλανήσεις. Εξιδανικεύουμε: γιατί ο Οδυσσέας κατά βάθος είναι σπιτόγατος και ο περιηγητής του Κάσπαρ Ντάβιντ Φρίντριχ που έχει φτάσει στην άκρη του ορίζοντα μπορεί και να θέλει να ορμήσει στο κενό.
Και αυτό ακριβώς είναι το Fernweh, όπως μας λέει ο συγγραφέας και φωτογράφος Teju Cole: η θεραπεία και η αρρώστια μαζί: «Το Fernweh είναι το “χρύσωμα” της μελαγχολίας γύρω από το σύννεφο της ευτυχίας όταν είμαστε μακριά από το σπίτι. Η λέξη “σπίτι” περιγράφει τόσο έναν τόπο όσο και μια ψυχική κατάσταση. Μπορεί να μένεις στο σπίτι ή να νιώθεις σαν στο σπίτι σου».
Ίσως το νόημα είναι να αισθανθούμε «σπίτι μας» όπου κι αν είμαστε τώρα, όπου κι αν βρεθούμε στο μέλλον, όλοι εμείς που λαχταράμε περισσότερο από ποτέ τους ανοιχτούς ορίζοντες, την ελευθερία της περιπλάνησης.
Πηγή: ΚΑΘΗΜΕΡΙΝΗ