1
Ο τρόπος διακυβέρνησης
Μεγάλο πρόβλημα να μετατραπεί η αγγλόφιλη κοινωνία των ευπόρων σε αμερικανόφιλη. Το ζήτημα λύνει ο αγώνας των Κυπρίων και του Μακαρίου για αυτοδιάθεση, που φέρνει κύμα εχθρών της Κοινοπολιτείας. Αποστασίες Ράλλη και Στεφανόπουλου, που λύνει ο πρωθυπουργός Καραμανλής αμέσως, και γενικά η στάση του Καραμανλή εμπνέει μεγάλες ομάδες πληθυσμού, ενώ δεν υπάρχει κέντρο και κεντρώος αρχηγός, πράγμα που θα συμβεί το 1961 μόλις. Μεγάλες φοιτητικές διαδηλώσεις για την Κύπρο, δημιουργούν ένα ακτιβιστικό υπόστρωμα που θα αξιοποιηθεί στα πανεπιστήμια στους αγώνες για την παιδεία.
Πιστοποιητικά κοινωνικών φρονημάτων, πολιτική καταπίεση με στοιχεία προϊούσης ηπιότητος, προσπάθεια να θεωρηθούν οι οπαδοί των κεντρώων κομμάτων «άνθρωποι», σε αντίθεση με τους αριστερούς. Ωστόσο, όλα πάνε στράφι, όταν το 1958, για να αποφευχθεί το φιάσκο του 1956, όταν η ΕΡΕ πήρε λιγότερες πανελλήνιες ψήφους από ένα αθλίως ενωμένο κέντρο και πήρε περισσότερες έδρες, η ΕΡΕ επιβάλλλει έναν επιλεκτικά πλειοψηφικό εκλογικό νόμο που βοηθά φοβερά το δεύτερο κόμμα. Μόνο που το 1958, το δεύτερο κόμμα είναι η ίδια η Αριστερά.
Η αναστάτωση στην κοινωνία είναι φοβερή. Μια ομάδα εργασίας, στην οποία συμμετέχουν και διάσημοι αργότερα, συνιδρυτές του ΠΑΣΟΚ, αναλαμβάνει να ασκήσει έντονο αντικομμουνιστικό αγώνα. Τελειώνει το 1958 και έως το 1961, οπότε γίνονται πάλι εκλογές, το μόνο που καταφέρνουν να πράξουν είναι να υπάρξει καταπιεστικός μηχανισμός για καθένα που δεν ψηφίζει ΕΡΕ. Προς σπάνια τύφλωση του Νέου Κέντρου, της Ενωσης Κέντρου των Παπανδρέου-Βενιζέλου, οι ηγέτες του δε δίνουν σημασία στις αιτιάσεις της ΕΔΑ, θεωρώντας ότι η πίεση, και να υπήρχε, απευθύνεται μόνον στην Αριστερά, επομένως το Κέντρο θα ωφεληθεί. Είναι οι τελευταίες ημέρες μιας παθητικής εξάρτησης. Θα ακολουθήσουν μερικά χρόνια εξέγερσης, που θα χωρίσουν τη χώρα σε διάφορα «τεμάχια» ή φέουδα, αλλά θα υπάρξει ένα ιδιαίτερο χαρακτηριστικό. Ενας προοδευτικός μοντερνισμός…
Παράλληλα, κι ενώ στη Θεσσαλονίκη εκτυλίσσονται οι Δράκοι, η δολοφονία Λαμπράκη, οι Μπιτλς στα τζουκ μποξ, τα λάτιν και η λατρεία του Καζαντζίδη, οι Γερμανίες και άλλα ζουμερά ή πληκτικά, η κεντρική κυβέρνηση, στον εξωτερικό φλοιό του Ψυχρού Πολέμου, ενισχυμένη από κάποια δήλωση του Χρουτσώφ για «πλήγμα κατά της Ακρόπολης των Αθηνών» που χρησιμοποιείται αμέσως στο προπαγανδιστικό οπλοστάσιο των δυτικών πρεσβειών, αναπλάθει με ιδιαίτερο τρόπο, που διαθέτει και δικό του αισθητικό υπόβαθρο, έναν ιδιότυπο κρατικό μοντερνισμό.
2
Ο Μοντερνισμός της εποχής Καραμανλή
Η γενιά του ’30 εκφράζεται από τους μεσήλικες εκπροσώπους της ως η κύρια δύναμη προώθησης του ελληνικού πνεύματος. Ο Γιώργος Σεφέρης, σκληρά εργαζόμενος διπλωματικός υπάλληλος για το Κυπριακό, γραμματέας του Δαμασκηνού παλιά, παίρνει το Νόμπελ του 1963. Το περιοδικό «Εποχές» συγκεντρώνει την πελατεία της «Αγγλοελληνικής επιθεώρησης», λειτουργώντας ως ένα ιδιότυπο «Τραστ» του πνεύματος με δύσκολα κείμενα που αναζητούν την ελληνική ιδιοπροσωπεία. Οι αναζητήσεις του Ελύτη και άλλων πάνω στο σώμα του έργου του Θεόφιλου, του Μακρυγιάννη, της κρητικής λογοτεχνίας και της ναΐβ τέχνης, οδηγούν σε μια λατρεία των στερεοτύπων του Ελληνος βίου, μόνο που πλέον είναι τελείως διαφορετικά ως κατάσταση από τον κλαυθμό και οδυρμό των παλικαριών του 1821 που γερνούν στα τέλη του 19ου αιώνα ως διακονιάρηδες ενόσω ο νεοκλασικισμός ακμάζει, κι αν τον σιχαίνεται ο αυτοκτόνος Περικλής Γιαννόπουλος.
Η φράση (ή καλυτερα η «ακολουθία λέξεων») «καημός της Ρωμιοσύνης» συνδυάζεται με τη μελαγχολία της ηττημένης Αριστεράς, που οδηγεί, μέσα από άλλες πηγές, στην ανακριβέστατη πεποίθηση μιας «ποίησης της ήττας».Ο πρωθυπουργός Καραμανλής που όλοι του αναγνωρίζουν δράση και ενεργητικότητα, αλλά και πάμπολλοι τον εχθρεύονται, είναι ένας μοναχικός άνθρωπος που κάνει παρέα με τον Χορν και τον Χατζιδάκι, αλλά και με ό,τι απόμεινε από την εκλεκτή μεσοπολεμική τάξη, συνεργαζόμενος πολιτικά με παραδοσιακούς πολιτικάντηδες, όπως ο Τάκος Μακρής, αλλά και με διανοουμένους που οι οπαδοί του θεωρούν πολιτικά «ολίγους», όπως ο Τσάτσος και ο Κανελλόπουλος.
Ο Καραμανλής έχει σχέδια. Συμπληρώνει τις αποξηράνσεις των λιμνών του Στρυμόνα και επεκτείνει το δίκτυο του κάμπου. Φτιάχνει υδροηλεκτρικά φράγματα, επεκτείνει το ηλεκτρικό δίκτυο, δίνει τον βωξίτη στην Πεσινέ, καθώς και άλλα μεταλλεία σε άλλους, φτιάχνει κοντόθωρες βιομηχανικές ζώνες και διυλιστήρια, όπως την ΕΣΣΟ στα 12 χιλιόμετρα από τη Θεσσαλονίκη. Προσφέρει στρατιωτικές μονάδες για να γίνουν αληθοφανή τα Κανόνια του Ναβαρόνε και ο Λέων της Σπάρτης. Ο Ρόμπερτ Μίτσαμ και η Τζέην Μάνσφηλντ έρχονται στη χώρα και δημιουργούν διαφήμιση, όπως ο Ωνάσης. Αλλά αυτά ήταν παροδικά. Ενας έξοχος Αρης Κωνσταντινίδης επιμελείται τα Ξενία του ΕΟΤ, τα τουριστικά περίπτερα και τις οργανωμένες πλαζ. Γυμνό μπετόν, ξύλινα δοκάρια, αιγαιοπελαγίτικη σεμνότητα, εμβάτες μετρημένοι. Τα γραφιστικά του Βακαλό και του Βαλσαμάκη, τα παίγνια του Μίνωα Αργυράκη, η μουσική του Χατζιδάκι και του Θεοδωράκη, οι λιτές γραμμές του συνοικισμού «Φοίνικας», η νέα διαμόρφωση της πλατείας Βαρδαρίου και του κόμβου της ΧΑΝΘ, ο νέος σιδηροδρομικός σταθμός, πάνω σε τροποποιημένα σχέδια του 1939 που καταλήγει να ερμηνεύεται ως ένα ιδιότυπο «εξαφανιστήριο εργατών» προς Γερμανία, η αεροπορική σύνδεση προς Ευρώπη και έργα, καθώς οι «Διακοπές στην Κέρκυρα» που βοηθούν τον τουρισμό δημιουργούν αυτό το νέο πρόσωπο του ελληνικού μοντερνισμού.
3
Στη βράση της ποπ αρτ, ο αφαιρετικός εθνοτισμός
Στα εικαστικά και στις παραστατικές τέχνες, η απλοποίηση της φόρμας θεωρείται ήδη φοβερά μεγάλη κατάκτηση. Ελάχιστοι τεχνοκριτικοί που καταλαμβάνουν την ήδη φτωχή αγορά του ειδικού τύπου, ερμηνεύουν τον Μόραλη, αλλά δεν θα σεβαστούν την αμερικανική τέχνη. Στα «σοβαρά» περιοδικά, ο Αλκης Θρύλος και μιας μορφής προστασία του αρχαίου Δράματος, μαζί με την ιδρυματοποίηση της Επιδαύρου, δεν θα επισκιάσουν ποτέ το ζεύγος Παξινού – Μινωτή.
Το ραδιόφωνο θριαμβεύει, με ένα πολιτιστικό πρόγραμμα κατ’ εκτίμηση. Εκεί όπου η κατάσταση μπλοκάρεται είναι με τα δόρατα της Αριστεράς. Υποχρεωμένη να κινείται μεταξύ δογματισμού και μιας εσωτερικής φλόγας των ανθρώπων που γοητεύτηκαν από την Αριστερά χωρίς να έχουν πολεμήσει στον Εμφύλιο, παρουσιάζεται ηττημένη από χέρι στο νεοκαταναλωτισμό, παρέχοντας στο λαό δραστικές αφαιρετικές λαϊκές εικόνες, μόνον που αφορούν τις ξυλογραφίες του Τάσσου και της Κατράκη.
Η Αριστερά καταγγέλλει συχνά ανθρώπους δικούς της, σαν τον Αλεξάνδρου, τον Χατζή. Αλλά τα νέα πρότυπα, είναι πλέον πρότυπα φορμάικας. Αυτός που δεν μπορεί να μπει σε διαμέρισμα, περιμένει να κληρωθεί από το λαχείο συντακτών ένα για τον εαυτό του. Τα νησιά είναι γεμάτα, η λογοκρισία μεγάλη και αυτονόητη, ενώ οι αριστεροί δημιουργοί επιτρέπεται να προσεγγίζουν πολυτελείς θεές του θεάματος.
Η αδυναμία του Στέμματος
Ανοίγοντας μιαν εφημερίδα που τυπώθηκε μεταξύ 1850 και 1920, παρατηρεί κάποιος ότι η δραστηριότητα των βασιλικών αυλών είναι κυρίαρχη, στις προτιμήσεις της Τέχνης, των γραμμάτων και των καλών τρόπων. Αυτά, στη δεκαετία του πενήντα είναι θλιβερά κατάλοιπα μιας νοσταλγίας. Οι βασιλικές ιστορίες για τη Φρειδερίκη και το νεαρό διάδοχο, δεν έχουν σχέση με κάποια πνευματική ενασχόληση, αλλά με κοσμοπολίτικο κουτσομπολιό. Οι Αυλικοί θεωρούνται στυλοβάτες μιας παρωχημένης πολιτικής ιδεολογίας. Καμία σχέση με τους «άτακτους» πρίγκιπες που ερωτεύονται και αρνούνται θρόνους.
Οι Αυλικοί και τα παιδιά των νικητών χορεύουν ό,τι και οι Αμερικανοί σύμβουλοι. Πέρα από το ροκ μεγάλες ομάδες από τα λαϊκά στρώματα, μοιάζοντας κάπως με τη φτωχή και ριζοσπαστική και απελπισμένη νεολαία των αγγλικών πόλεων του άνθρακα, έχουν το δικό τους ντύσιμο και τις δικές τους ταινίες. Η βιομηχανία στην Ελλάδα υπάρχει, αλλά δεν είναι για τους νέους, παρά για τους άνεργους πατεράδες τους, καθώς οι νέοι στρέφονται στη μετανάστευση στη Γερμανία, στο Βέλγιο και αλλού. Ωριμάζοντας οι νέοι αριστεροί που φυγαδεύτηκαν στη Γαλλια μετά τα Δεκεμβριανά, αρχίζουν να δημιουργούν ένα όνομα στη νέα τους χώρα.
4
Η διάρκεια και η ένταση της αλλαγής
Οι νέοι δεν επιθυμούν ακόμη να πλουτίσουν αυτομάτως. Δεν υπάρχει, στις δεκαετίες του ’50 και του ’60, προλεταριακή εικόνα του νέου επιστήμονα. Τα μεροκάματα είναι χαμηλά, αλλά η μετανάστευση μειώνει, έστω πλασματικά, την ανεργία, ενώ οι αγρότες μοιάζει να τιμωρούνται για τη φιλική τους στάση προς δικτατορίες. Περνάνε πάρα πολύ άσχημα και είναι συνεχώς χρεωμένοι.
Οι μικρασιάτες πρόσφυγες που πρωτοήρθαν στην Ελλάδα το 1922, πέθαναν μιλώντας ποντιακά και τούρκικα στα ντιβάνια που διαθέτουν οι προσφυγικές κουζίνες, ενώ δεν είναι σπάνιο το θέαμα γιαγιάδων που καπνίζουν αρειμανίως και χαίρονται μια φορά την εβδομάδα σινεμά με τρία έργα τρίτης προβολής, ένα γουέστερν και ένα τούρκικο απαρεγκλίτως. Ο μοντερνισμός εξάλλου δεν απευθύνεται σε αυτούς. Η σύνδεση με το μέλλον θα έρθει και γι’ αυτούς με τον καιρό, αλλά σε άλλη χρονιά, με άλλες κυβερνήσεις και με άλλο χρώμα…
Η μαγεία της νέας κατανάλωσης
Η αλλαγή στην κοινωνία δεν ξεκίνησε από μια πολιτική ήττα ή από τις ναπάλμ στο Γράμμο. Ξεκίνησε από τη διαφορετική φωλιά. Η οικογένεια των πέντε και των έξι ανθρώπων μετατράπηκε σε ελάχιστα χρόνια σε τετραμελή. Από τα διαμερίσματα αφαιρέθηκε ένα οφίς ή μικρή απόληξη του χολ που μεταφράστηκε αρχικά σε «δωμάτιο υπηρεσίας». Οι αθηναϊκές πολυκατοικίες είχαν συχνότερα αυτό το έξτρα δωματιάκι. Στη Θεσσαλονίκη, η νοικοκυρά, ευτυχισμένη από το ύψος των ορόφων της προσωρινής της νέας κατοικίας, περιέκοπτε έξοδα.
Δεν είχε, γενικώς, ένα κορίτσι από την επαρχία, στην εφηβεία του, ή ηλικιωμένη, που λειτουργούσε ως τροφός, οικονόμος ή μαγείρισσα. Η πολυκατοικία επίσης, έφερε, στα πρώτα χρόνια, 1958-65 ένα άλλο εργαλείο, κρεμασμένο με σχοινί από το σίδερο του μπαλκονιού: ένα καλάθι, που γέμιζε με καθημερινά είδη από τα κοντινά καταστήματα, που είχαν νεόκοπα ονόματα: η Εβγα, το μπακαλικάκι, τα ψιλικά, το μαντάρισμα, το καθαριστήριο. Από τα τέλη της δεκαετίας του ’50, ήρθε ορμητικά στη ζωή το ηλεκτρικό επαγγελματικό ψυγείο με βιτρίνα, ώστε να φαίνεται η φέτα, το κεφαλοτύρι και το κασέρι. Οταν πρωτοέφτασε στις γειτονιές το μανούρι, το σαλάμι τύπου Ουγγαρίας και τα σωληνάρια με πάστα αντσούγας και αβγά μεγάλων ψαριών, η εξέγερση της ευημερίας φαινόταν να πιάνει κορυφή.
5
Ο καταναλωτισμός
Μια τέτοια διαδικασία ξεκίνησε δειλά από τα μέσα της δεκαετίας του ’50 και έφτασε στην πρώτη ολοκληρωμένη της «επιτόπου» φάση μέσα στα χρόνια της δικτατορίας και σε γενικές γραμμές προϋπέθετε ύπαρξη αυτοκινήτου, αλλά όχι εντατική του χρήση. Τα πρώτα σούπερ μάρκετ δημιουργήθηκαν σε υπόγεια μεγάλων πολυκαταστημάτων, περί το 1970, χρονιά που φάνηκε στην αγορά και η Κόκα Κόλα, καταφέρνοντας προσκαίρως να εξαφανίσει τα άλλα αναψυκτικά από την αγορά. Η αγορά των ντελικατέσεν στη Θεσσαλονίκη ήταν ήδη ακμαία σε ένα θαυμάσιο μέρος, τοπογραφικά σοφό, που τόσο πολύ εξυμνεί ο Βαμβακάρης: στην κεντρική αγορά.
Η αγορά είχε παρηκμασμένο κέντρο της το Μπεζεστένι και μερικές στοές ολόγυρα με ψιλικά και χρειαζούμενα πράγματα για μοδιστρική στο σπίτι και «ρεμπατέματα» στα ρούχα. Ηταν στην τελευταία δεκαετία που οι άνδρες, χάρη σε φίλεργες γυναίκες, άλλαζαν τους γιακάδες στα πουκάμισα, γύριζαν τις φθαρμένες γραβάτες και γύριζαν ακόμη και ολόκληρα κοστούμια. Η αγορά 3,2 μέτρων υφάσματος γι’ ένα κοστούμι ήταν η φτηνότερη φάση αυτής της πανάκριβης επιχείρησης. Δεν υπήρχε άλλο μάρκετινγκ, εξόν τα φιγουρίνια.
Η αγορά ετοίμων ήκμαζε μισή μισή με τους ραφτάδες, στη Βενιζέλου, στη ΜΕΛΚΑ και σε άλλα καταστήματα, που είχαν θεσπίσει και δόσεις. Εως την Ιωνος Δραγούμη που άρχιζε η αγορά για τους Σέρβους και το χονδρεμπόριο που κατέληγε στο Βαρδάρι και στα Λαδάδικα, υπήρχαν καταστήματα που πουλούσαν παιχνίδια, μάλλινα και σύνεργα για πλέξιμο, αλλά και προς την Τσιμισκή που άρχιζαν οι γυναικείοι νεωτερισμοί, ήδη το κοστολόγιο για τα νοικοκυριά είχε ανέβει επικίνδυνα. Πάνω από την Ερμού και την Εγνατία, η αγορά ήταν σαφώς φτηνότερη -αρμοδιότητα της πόλης-φτωχομάνας. Στα τρόφιμα, η Μοδιάνο και τα πέριξ ήταν η χαρά των νοικοκυραίων αλλά και των γλεντζέδων, με πολλά ουζερί, γυράδικα και ταβερνεία στα λουλουδάδικα και πέρα, ενώ το Καπάνι, αντάξια θεωρούνταν το κέντρο της κατανάλωσης της φτωχολογιάς. Εκεί χωρούσαν και μαγαζιά με είδη κιγκαλερίας, αν και όχι στη συχνότητα και πυκνότητα της Φράγκων.
6
Οι άγραφοι νόμοι της νεολαίας
Για τα αγόρια στην πόλη, μόνον τα εύπορα μπορούσαν να φοράνε καλοκαιρινά ρούχα και μακριά παντελόνια στη ζέστη. Τα δώδεκα χρόνια ήταν η βάση όπου το κοντό παντελόνι έπαυε να είναι ετήσιο. Ποδιές στο σχολειό φορούσαν τα αγόρια ώς το ’56-’57, ενώ η ποδιά και τα κορίτσια ήταν άλλη ιστορία που κράτησε ώς το ’80. Αλλά έως το 1955 η μόδα, όπως την ξέρουμε, ήταν μάλλον πολυτελής ενασχόληση. Το ροκ το έμαθαν τα παιδιά από το ντοκιμαντέρ του Βασίλη Μάρου που παιζόταν στα σινεμά ως επίκαιρα. Τα αγόρια άρχισαν να ζητάνε στενά παντελόνια και μυτερά ποδήματα, μαζί με μπλούζες κολεγίου δυσεύρετες. «Είμαι τεντυμπόις» ανέγραφαν ταμπέλες που διαπόμπευαν αυτούς που έριχναν γιαούρτια στη γερουσία.
Η κοινωνία των ΜΜΕ, υποκριτικά, ακολουθούσε στο διασυρμό. Αλλά μέσα από τις σελίδες της μόδας και τη διαφήμιση, περνούσαν αβίαστα, επιθετικά και υποχρεωτικά η μόδα σάκος, η μόδα λάχανο στα μαλλιά, το χούλα-χουπ, τα μπλου τζιν, οι αναπτήρες ζίπο, το μυτερό νύχι στο μικρό δάχτυλο του χεριού. Ολα επαληθευμένα από τις μεσημεριανές προβολές στα σινεμά. Και τα τιμολόγια να σκαρφαλώνουν στα όρη, μαζί με τα νέα προϊόντα. Απορρυπαντικό Ρεφλέξ και Κλινέξ. Νεσκαφέ. Κονσέρβες καλιφορνέζικο καλαμαράκι και λουκάνικα. Ψωμί ημίλευκο. Το κιλό στη θέση της οκάς. Το μέτρο αντί για το ρούπι και την πήχη στα υφάσματα.
Η στήλη της «κυρίας Χ» για τα αισθηματικά. Το φουρό και τα παπούτσια μπαλαρίνα. Οι βαφές των μαλλιών, το κοκοράκι στα νεανικά μαλλιά, το καθάρισμα σβέρκου και η λατρεία στο Λάτιν, στον Καζαντζίδη και στα ιταλικά ελαφρά τραγούδια.
Ομολογουμένως αυτή η δεκαετία του ’50 ξεκίνησε διαφορετικά. Οι δεξιοί έβλεπαν το κύμα της αμερικανιάς και των νέων ηθών και νόμιζαν ότι τους βάρεσε η μοίρα με παντζούρι. Οι αριστεροί έψαχναν και δεν έβρισκαν μέσα στις ομάδες των δήθεν εξεγερμένων τις στρατιές της επανάστασης που θα επανέφεραν τη χώρα στα απλά ήθη της ζωής με νόημα.Η κατανάλωση δημιουργήθηκε αρχικά στις οικογένειες όπου έτρεχαν δυο μισθοί και τα διαμερίσματα ήταν ιδιόκτητα. Δημιουργήθηκε εκεί όπου παππούδες και γιαγιάδες παρέμειναν στην επαρχία του, σε σπίτια που αγνοούσαν το γείτονα. Ισως δηλαδή το 5% του αστικού πληθυσμού.
Αλλά ο κόσμος ο πολύς, δεν είχε αποξενωθεί από το χωριό του και τις ρίζες του. Μέσα στα καφενεία των χωριών ήταν εύκολη η σφαλιάρα της αστυνομίας. Το παρακράτος, που είχε νικήσει στον εμφύλιο, άρχισε να βγάζει παιδάκια που τέλειωναν ήδη το δημοτικό. Μια νέα γενιά τρομοκρατίας άρχισε να πήζει το τσιμέντο της. Αλλά εκείνο το κρυφό 24% δεν προήλθε επειδή έτρωγαν οι νέοι πάστες στο Φλοκάκι. Προήλθε επειδή δεν έτρωγαν. Επειδή τα νιάτα στις γειτονιές έψαχναν το τσιγαράκι στις γόπες των χωματόδρομων.
7
Νέες μόδες, παλιές ιδέες
Μέρος της νέας κατανάλωσης ήταν και η νέα μουσική. Από το 1958 που ο Χατζιδάκις κατήγγειλε την ελαφρά μουσική, ως χαζή και λησμονητέα, και ο ελληνικός κινηματογράφος, μέσα από τον Κούνδουρο, τον Γκρεγκ Τάλας, τον Γεωργιάδη, τον Τζαβέλα και τις ενζενί της εποχής άρχισαν να δημιουργούν τα πρώτα ζευγάρια πλουσιόφτωχων και τούμπαλιν, μια μουσική καλλυντική, με εκλεπτυσμένο νταλγκά και φόντο τις υπό ανέγερσιν γειτονιές των πόλεων, άρχισε να ρίχνει τα αγκάθια της και να γίνεται πράξη. Εκατοντάδες χιλιάδων θεατές έβλεπαν ινδικές και τούρκικες ταινίες. Τα παιδιά με τους καμπόηδες, οι ενήλικες με τα τραγούδια φυγής των λαϊκών βάρδων και του Γιώργου Οικονομίδη. Και ο Νίκος Γούναρης, να γυρνάει ταινίες στην Κωνσταντινούπολη. Μια πόλη που την ήξεραν πλέον για ψώνια. Δέρματα, παλτά και αργελέδες από το Καπαλή Τσαρσί…
Τη δεκαετία του ’50, η εποχή μετά τον Εμφύλιο ακύρωσε τη μεγάλη προσπάθεια της Αριστεράς να κυριαρχήσει στο χώρο του ανθρωπισμού. Οι μεγάλοι Ελληνες συγγραφείς στη μεγάλη τους πλειονότητα προσχώρησαν στη συστημική ανάδειξη του έργου τους μέσα από το ραδιόφωνο, τις διαλεξεις και τα άρθρα τους. Το μεγαλυτερο μέρος της γενιάς του ’30 εκφραζόταν από τον ειδικό Τύπο με έμμεσο φιλοκυβερνητικό τρόπο. Εξαιρεσεις, ο Καζαντζάκης και οι ηττημένοι του Εμφυλίου. Ελάχιστοι εξόριστοι παρήγαγαν λογοτεχνία, παρότι προσπάθησαν (περιπτώσεις Αλεξάνδρου και Χατζή). Η επίσημη γραμμή προαπαιτούσε αντικομμουνιστικές νύξεις και ελαχιστην ουδετερότητα. Εντούτοις, ισχυρές πέννες με κλασική προέλευση προκαλούσαν είτε συγκίνηση είτε προσανατολίζονταν σε μια ανθρωπολογία της πόλης που είλκυε τη νεολαία.
Οι πιο τολμηρές ήταν χριστιανοκοινωνικές. Η Ελληνική Ορθόδοξη Εκκλησία έπαιξε έντονο πολιτικό ρόλο στην Κατοχή, ξεκινώντας από ένα φιλανθρωπισμό και στήριξη της φιλικής προς αυτή νεολαίας, που περιγράφει μαλακά αλλά με τη σχετική προς τον αναγνώστη αποσβόλωση ο Γιώργος Ιωάννου, αποτυπώνοντας τους επιφανείς ιεροκήρυκες (Λεωνίδας Παρασκευόπουλος) και συσσιτιάρχες που προσδοκούσαν ένα χριστιανοκεντρικό πολιτικό σύστημα. Τα κατηχητικά και η διαφώτιση των παιδιών και των νέων υπήρξαν μια παντοδύναμη πρωτοβουλία, που αργότερα διχάστηκε μέσω δύο ενώσεων θεολόγων. Ο κύριος εξωτερικός αγώνας ήταν εναντίον των Μαρτύρων του Ιεχωβά και πολλών λαϊκών δρωμένων (καρναβάλια, αναστενάρια, γυναικοκρατία, ραγουτσάρια) που θεωρούνταν εξώλης και προώλης.
8
Συγγραφείς
Οι νέοι ποιητές και πεζογράφοι δεν αποτελούσαν κάποια εγκάρδια παρέα, αν και υπήρχαν πολλές λογοτεχνικές συντροφιές. Ο περισσότερες ξεκίνησαν το ’50, αλλά έγιναν γνωστές κι επιδραστικές την άλλη δεκαετία. Γενικά, ο αντιαθηναϊσμός, οι χαμηλοί τόνοι, αλλά συχνά εριστικοί, προέρχονταν από το δισταγμό των εκδοτών να επενδύσουν στα γράμματα της Θεσσαλονίκης. Μεγάλα ονόματα παρέμειναν στο σκοτάδι από έλλειψη κυκλοφορίας των βιβλίων τους. Ο Χριστιανόπουλος ξεχώρισε από νωρίς, χάρη στο ταλέντο του, στην ολιγόλεξη και επιλεκτική «Διαγώνιο» (που υπήρξε και έξοχο δείγμα μινιμαλισμού) και στην προκλητική του ρητορική. Οταν εξέδωσε μια ρουμπρίκα με τίτλο «Το τσογλάνι», τη δεκαετία του ’60, εννοώντας τον Βασίλη Βασιλικό, που είχε διασπάσει τον σαλονικιό απομονωτισμό υπό ισχυρές γαλλικές και αμερικανικές επιρροές, ήταν σαφές ότι η Θεσσαλονίκη έτεινε να θεωρεί τον εσωτερικό μονόλογο μετά σωματικών υπονοουμένων την τέχνη της, που δε θα εγκατέλειπε ποτέ.
Επρεπε να σκάσει μύτη η επόμενη δεκαετία, για να περισσέψει ο αριθμός των αναγνωστών, για να υπάρξει, έστω ψευδεπίγραφα, κάποια σχολή Θεσσαλονίκης.Η μεγαλύτερη μορφή των γραμμάτων της πόλης, μετά το αδελφικό δίδυμο Καρέλλη – Πεντζίκη, υπήρξε ο και Μανούσος Φάσσης Μανόλης Αναγνωστάκης. Ακτινόλογος, καταδικασμένος σε θάνατο, δηκτικός και εξαιρετικά ανοιχτός στους νέους, διατήρησε τον ποιητικό του σαρκασμό με χαρακτηριστικές αναπνοές. Ισως επειδή ήταν λιγόλογος, δεχόταν καμιά καλή κουβέντα από τα αθηναϊκά περιοδικά.
Ο «εκ Θεσσαλονίκης» και «ο συμπρωτευουσιάνος» ήταν αφανείς πανίσχυροι όροι που χρησιμοποιούνται υπό παραλλαγές ακόμη και σήμερα. Στις υποθέσεις που συντάραξαν την πόλη μετά τον Εμφύλιο κι ώς το θάνατο του Λαμπράκη, δε υπήρξε πουθενά έντονη παρέμβαση γνωστών ονομάτων των γραμμάτων και της τέχνης.Διαφορετικής ακτινοβολίας, διαφορετικοί αλλά επιδραστικοί.
Ο Μπακόλας, καλόγνωμος, χρόνια δημοσιογράφος, γνώστης της σύνθετης πλοκής και εχθρός πολλών ευκολιών, αναδείχτηκε με τον καιρό σαν το παλιό κρασί. Ο Δέλλιος, εκπαιδευτικός και με πλούσια παρουσία στον πνευματικό χώρο, δεν αναδείχτηκε όπως άλλοι, επειδή πιθανόν η ακμή του συνέπεσε με την πρόοδο νέων μεθόδων γραφής, κυρίως υπαρξιακών. Τέλος, ο ιδιότυπος και πρόωρα χαμένος Μπάμπης Νίντας δεν πρόλαβε καν να γίνει γνωστός (σκοτώθηκε σε τροχαίο πριν από πενήντα χρόνια) αλλά η συμβολή του υπογείως επέδρασε σε πολλούς, όπως συνέβη και με το μεταγενέστερο Βάιο Μπαγλάνη.
9
Η καταφυγή των ταπεινών
Σε δύο αντιμαχόμενες μεταξύ τους περιπτώσεις, του Ιωάννου και του Αλαβέρα, έχουμε αναγραφές Θεσσαλονίκης με διαφορετική προέλευση, αλλα παντοδύναμες, τηρουμένων των αναλογιών μιας αναδυόμενης και πάντα εμπορικής πόλης. Ο χαλαρός και έντονος τρόπος του Ιωάννου γοήτευσε πολλούς νέους των αρχών του ’60. Χωρίς να αγγίξει το δέος της ποίησης του μελαγχολικού Ασλάνογλου και το παντοδύναμο μπετόν μιας πραγματικά μεγάλης γενιάς (Ευαγγέλου, Θασίτης, Κύρου, Στογιαννίδης), ο Ιωάννου ήκμασε σε ένα ελληνιστικής επίνοιας μουρμουρητό με έντονες αιχμές.
Απεναντίας, ο Αλαβέρας, συναισθηματικός και ολιγόλογος, πάλεψε με την πεζογραφία ως υπαρξιακή πράξη, αν και οι περισσότεροι τον θυμούνται για την επιδραστικότητά του: εξέδιδε τη «Νέα Πορεία» και ασκούσε κριτική με επιφυλλίδες
.
Χειμωνάς:Αιωνίως νεότερος και απόμακρος, εγκάρδιος και εξαιρετικής ποιότητας τεχνίτης, από τα πρώτα δείγματα της τέχνης του έδειξε πως θα βάδιζε μοναχικά, στην περιοχή της μετωνυμίας, της ερμηνείας του Ολου με επιμέρους πολέμους της καρδιάς. Προτάσεις-ρητά, σπασμένη σπονδυλική στήλη στις προτάσεις του κι ένας χαρακτήρας που δεν έδειχνε τα κινήματα της ψυχής του. Τον έμαθαν αργά, μέσα από καλές μεταφράσεις, αλλά δεν είναι τυχαίο που τον εκτίμησαν περισσότερο οι «πατεράδες» του παρά οι νεότεροι, που τον καννιβάλισαν συστηματικά.
Η δεκαετία του ’50, μια δεκαετία θανάτου και ΔΕΘ και φεστιβάλ και «Στέλλας», δεν μπορούσε να ακτινοβολήσει κάποια πνευματική ζωή, αλλά πάντως οργανώθηκε στα μεγάλα ρείθρα του κόσμου όπως έβγαινε από τον πόλεμο. Ο υπαρξισμός, που στη νότια Ελλάδα ταυτίστηκε με τον Σίμο τον Υπαρξιστή, είχε στη Θεσσαλονίκη τους απολογητές του, που βίωναν και δε δημιουργούσαν στο πλαίσιο φιλοσοφικών αρχών. Ο αθλητισμός ξεκινούσε δειλά.
Η κοινωνική κριτική έπαυε όσο τα αστυνομικά τμήματα είχαν έως αργά ανοιχτά τα φώτα τους. Ο Σαλονικιός δημιουργός επισκέπτεται τα σινεμά, κουτσομπολεύει το χαμένο Κέντρο, αστειεύεται με τις φήμες για την Μπάρα, το Βαρδάρι και τους εμπορευόμενους. Τα κορίτσια λατρεύουν τον Κακογιάννη και τη Λαμπέτη, αλλά μέσα από τα πολυάριθμα λύκεια και γυμνάσια που παραδίδουν μουσικές γνώσεις και λογοτεχνία από Ιταλία, Αγγλία και Γαλλία, είναι σίγουρο πως κάτι θα ανοίξει εν καιρώ. Οντως, στην άλλη δεκαετία, οι γενιές και οι νέοι θα νιώσουν τις κυμάνσεις μιας αλλαγής, πριν χαθούν σε ένα ακατανόητο μεσήλικο παρόν.
10
Καλλιτεχνικές ημέρες
Η Θεσσαλονίκη ως τοξικό περιβάλλον για τις τέχνες και τα γράμματα δεν ήταν μια ασυνήθιστη περίπτωση. Μεγάλοι συνθέτες, δημιουργοί, εικαστικοί και λογοτέχνες ήταν δύσκολο να επιβιώσουν στη μεταπολεμική πόλη, τόσο δύσκολο όσο και στα χρόνια μετά την απελευθέρωση. Στο μεταπόλεμο, κυκλοφορούσαν στα δημοτικά σχολεία «εθνικοί ποιητές». Οταν μοίραζαν ημερολόγια εκ μέρους «φίλων της χωροφυλακής», δεν ξέρω κάποιον που να έλεγε «μήπως έχετε καμιά βεβαίωση;». Η Θεσσαλονίκη ήξερε πιο νωρίς και καλύτερα τους Δυτικοευρωπαίους δημιουργούς και το μοντερνισμό μέσα από τα περιοδικά της, αλλά το ευρύ κοινό όχι.
Ο Χαρατσάρης, περί το ’60, έφτιαξε μια δεμένη θεατρική ομάδα, το Κρατικό Θέατρο άρχισε να οργανώνει περιοδείες και παραγωγές, αλλά σπανίως για Θεσσαλονικείς συγγραφείς, αν εξαιρεθούν περιπτώσεις καθώς αυτή του Χριστόφορου Μάλαμα. Τα ονόματα και πολλοί δημιουργικοί άνθρωποι, ιδίως μουσικοί και ηθοποιοί, κατέβαιναν Αθήνα, όπου υπήρχε επίσης μεγάλη παράδοση θεάτρου. Στην περίοδο της ακμής του αθηναϊκού σινεμά, ταυτισμένου με το ελληνικό σινεμά, η Ζωή Λάσκαρη και ο Κώστας Βουτσάς και δεκάδες ηθοποιοί, σκηνοθέτες και τεχνικοί, μόνον στην Αθήνα μπορούσαν να δουλέψουν. Η Θεσσαλονίκη ετιμάτο από «εθνοτοπικές» ταινίες, απ’ αφορμή τη ΔΕΘ και από σπάνιες μνείες σε συνεντεύξεις.
Οι άλλοι, αυτοί που δούλευαν στην πόλη, εθεωρούντο ιθαγενείς και εντόπιοι. Ο Τάκης Κανελλόπουλος θεωρούνταν σημαντικός, αλλά και λησμονητέος, πράγμα που ίσχυε σε πολλές περιπτώσεις. Μήτε ο Χατζηνάσιος θα μπορούσε να σπάσει αυτό το καθεστώς μήτε ο Μητσιάς ή οι άλλοι τραγουδιστές. Τη διαρραγή τη διέπραξε αρχές του ’60 ο Διονύσης Σαββόπουλος. Αυτός είχε πανελλήνια επίδραση χρησιμοποιώντας παραγωγικά στοιχεία του σαλονικιώτικου βίου ως συντελεστές μιας πνευματικής άνωσης.
Ξαφνικά, τύποι της πόλης που κανένας δεν τους έδινε σημασία σημαδεύτηκαν ως παράγοντες του πνεύματος. Δεν ακούστηκε «Ο Αλκης να πεθαίνει» σε πραγματικό χρόνο, ένας χαρισματικός τύπος που άπαξ παραπονέθηκε σε επιδραστικό περιοδικό ότι ο Σεφέρης κυκλοφόρησε πλακέτα με το εξοργιστικά ακριβό αντίτιμο των 500 δραχμών. Αμφιβάλλω αν υπάρχει μαθητής της εποχής που να θυμόταν το φιλόλογο Βαφειάδη για κάτι παραπάνω από το «αθλητικό πεντάλεπτο» με το οποίο ευεργετούσε κάθε σχολική του ώρα την κουρασμένη τάξη. Ωστόσο, έμεινε ως ο δάσκαλος που εξέμαθε αρχαία στο συνθέτη («Αχαρνής»). Ακόμη και πολλοί Θεσσαλονικείς έμαθαν πως η πόλη τους είχε «ποιητές» που ο συνθέτης «γνώρισε». Ενώ αυτοί στην καλύτερη περίπτωση θεωρούσαν ψωνάρες.
11
Τα τοπικά άστρα
Πρώτη διαρραγή του ήθους της δεκαετίας του ’50 ήταν το λεγόμενο «Νέο Κύμα», μια συνδυασμένη επιχείρηση μπαλάντας με τόπο διεξαγωγής κι επιρροής τις μπουάτ. Αυτό ξεκίνησε από το 1962 και ολοκληρώθηκε περί το 1970, όταν η λέξη μπουάτ δε σήμαινε «μπουτίκ μουσικής» αλλά ένα ψαγμένο αθηναίικο μεγάλο κέντρο όπου έπαιζαν μεγάλοι τραγουδιστές, όπως η Μαρινέλλα. Το Φεστιβάλ Τραγουδιού Θεσσαλονίκης είχε ήδη μερικούς Σαλονικιούς που συμμετείχαν με διαφόρους τρόπους. Τα κέντρα της νεολαίας ήταν η «107», ο «Βάτραχοι», το «Νέο Κύμα» στη Βογατσικού από πασίγνωστους μαγαζάτορες, όπως ο Λαφίτ με το στενό μαύρο κοστούμι και τα μαύρα γυαλιά. Ο επιφανέστερος του Νέου Κύματος ήταν ο επιδραστικός Πάνος Σαββόπουλος, που είχε βγάλει δίσκους και ξεκίνησε, ίδια χρόνια με τον Κηλαηδόνη, από το πιάνο της ΧΑΝΘ.
Αλλοι συνθέτες ήταν ο Φίλιππος Κούκουνος, ο Πάνος Μπαξεβάνης και δεκάδες άλλοι, με διαφορετικές τύχες ο καθένας. Παροδικά συνυπήρχαν με επαγγελματίες νεοκυματίστες σατιρικοί ηγέτες, όπως ο πολύς Στέφανος Ρικούδης («δέκα χιλιάδες αραπάκια») αλλά και ο ποιητής εκ Φλωρίνης Μίμης Σουλιώτης με ιδιόχειρα τραγούδια.
Δυο ακόμη κατηγορίες μουσικής θριάμβευσαν παροδικά στην πόλη. Η μουσική ποπ με τους «Ολύμπιανς» και άλλα συγκροτήματα γνώρισαν μεγάλη επιτυχία, βγάζοντας και 45άρια δισκάκια, και επιμένοντας ακόμη και σήμερα με μια δυνατή νοσταλγική μνήμη. Τα συγκροτήματα ήκμασαν από τα μέσα του ’60. Κάθε λύκειο είχε τους ήρωές τους.
Κάπως αργότερα, όρμησε στο χώρο το ροκ. Καμία σχέση με την ποπ. Η μορφή του Θόδωρου Παπαντίνα, που μοίρασε το ριφ του σε διάφορους δημιουργούς και απέμεινε ως σύμβολο σε επιγενομένους, ήταν μια ευλογία ακατανόητη για την πόλη, που ήταν αδύνατον να αφομοιώσει έναν τύπο καλλιτέχνη ο οποίος θεωρούνταν «καταραμένος». Αυτό το είδος η Θεσσαλονίκη το έπνιξε εν τη γενέσει του.
12
Η επιστροφή στις ρίζες
Μια πίσημον ημέρα του 1970 ή εκεί κοντά, στο Παλέ ντε Σπορ, η Μαρίζα Κωχ, σαπόρτ σε μεγάλη συναυλία του Σαββόπουλου, τραγούδησε τη «Λαφίνα», ενώ ο ίδιος με την ωδή στον Καραϊσκάκη, άρχισε να θυμίζει στο νεανικό κοινό μια μουσική που οι νέοι θεωρούσαν τουλάχιστον παράδοξη, επειδή μουσική που αγαπούσε ο Λαδάς της δικτατορίας ήταν αδιανόητο να αγαπηθεί από τους νεαρούς αντιστασιακούς. Αλλά δε λειτούργησε έτσι ο μηχανισμός. Τα πρωτοεμφανιζόμενα μουσικά παραδοσιακά ακούσματα, όπως αυτά που θύμισε προδικτατορικώς ο μεγάλος συγγραφέας Χουλιαράς, δεν είχαν κάποια σχέση με την «Ειρήνη» της Νάνας Μούσχουρη.
Η επιστροφή στις ρίζες, που αργότερα σήμαιναν αγορές ρούχων από τα μεταχειρισμένα και αυθεντικά κομμάτια από «εθνικές στολές» συνοδεύτηκε από μια πολύ έντονη ανάπτυξη του εικαστικού κριτικού ρεαλισμού, που αναπτύχθηκε κυρίως στον επιδραστικό «Κοχλία» του Κώστα Λαχά. Η επιρροή ίσχυε κυρίως ως έμμεση αρνητική κριτική για το ποδόσφαιρο. Ωσπου αυτή η τάση να μετατραπεί σε μια μάλλον ανόητη λατρεία προς αρχιτεκτονικά μέλη και λειτουργίες, η νέα τεχνολογία στο μουσικό χώρο έσκασε και κυριάρχησε.
Οταν πριν από ελάχιστα χρόνια μια διαβόητη θεά της μουσικής βιομηχανίας δήλωσε ότι «θέλει να τραγουδήσει και ποιοτικά», η επιστροφή στις ρίζες έσβησε ως μια κακοπαιγμένη παράσταση των κοινοτικών προγραμμάτων που ερμνήνευε την παράδοση ως παραδοσιακό οικοτουρισμό, αφού όλοι είδαμε στις διαφημίσεις μουσικών οργάνων προγραμματισμένα midi «με δέκα παραδοσιακούς ρυθμούς».
Καλύτερα, λόγω Χονδρονάκου και Μαριώς, τα πήγε το ρεμπέτικο και το λαϊκό στην πόλη, με τον αναβιωτή Αγάθωνα και με μαγαζιά φτωχικά, αλλά διαβόητα για το κέφι τους, ενίοτε στα όρια της ευπρέπειας.
Από αυτήν τη δεκαετή πορεία, 1960-70, που κυριολεκτικά «είχε απ’ όλα» προέκυψε κάτι αναπάντεχο: το θεατρικό κοινό μεταβλήθηκε από τους διασκεδαστές εντόπιων επιθωρήσεων στο στρατιωτικό θέατρο, αργότερα «Θησέα» με τον Ραφαέλο Ντενόγια και άλλους δημοφιλείς του τόπου (η Θεσσαλονίκη δεν είχε κυριαρχηθεί από τα αττικά αναψυκτήρια), σε ένα υποψιασμένο κοινό που απλώθηκε και σε μικρές ομάδες. Το σινεμά εξακοντίστηκε με παθιασμένους σινεφίλ, ενώ δεν υπήρχε περίπτωση να πετάξει πουλί πετούμενο της τέχνης και των γραμμάτων χωρίς να πυροβοληθεί.
Συχνά, η υπεκριτική διάθεση σήμαινε καθαρόαιμη κακογλωσσιά. Ωστόσο, κερδήθηκε ένα μεγάλο κοινό, μουσικόφιλο κοινό, που προσχωρούσε με ένταση τόσο στη μουσική δωματίου και στη συμφωνική όσο και στους πληθυσμούς που ήθελαν ροκ και παραδοσιακά, με την ίδια ένταση.
ΣΗΜΕΙΩΣΕΙΣ ΓΙΑ ΤΟΝ ΜΕΤΑΠΟΛΕΜΟ1Ο τρόπος διακυβέρνησης Μεγάλο πρόβλημα να μετατραπεί η αγγλόφιλη κοινωνία των…
Julkaissut Πάνος Θεοδωρίδης Sunnuntaina 23. elokuuta 2020