H Δήμητρα Νούση σχολιάζει τον θάνατο του Χρήστου Σαρτζετάκη.
Θεσσαλονίκη 1963: η πόλη εξακολουθεί να περπατά σε μια ιστορία, που τραγουδιέται στις ταβέρνες, χώνεται σε σελίδες λογοτεχνικών περιγραφών, εμπνέει πολλούς, ακόμη και δολοφόνους.
Έχουν περάσει πενήντα χρόνια από τη δολοφονία του Βασιλέως Γεωργίου, ενώ οι δολοφονίες του Πολκ και του Ζέβγου από τα χρόνια του εμφυλίου συζητιούνται ακόμη, χαμηλόφωνα.
Μήνας Μάιος, όπως τότε με τον Πολκ, και η δολοφονία του Γρηγόρη Λαμπράκη θα χαρίσει στην πόλη μια μοναδική ιστορική σελίδα πολιτικής δολοφονίας που θα ρίξει μια κυβέρνηση, θα ακουστεί παντού, θα διαβαστεί σε όλη την Ευρώπη, θα αναδείξει το πρόσωπο της ελληνικής δικαιοσύνης, θα πεισμώσει δημοσιογράφους που δε θα δειλιάσουν, θα αποκαλύψει τον γνωστό, ή, δήθεν, άγνωστο κόσμο της παρακρατικής παντοδυναμίας, θα βγάλει από τη φυλακή τους ενόχους και θα διώξει από το δικαστικό σώμα ανακριτή και εισαγγελέα, θα τραβήξει στις κινηματογραφικές αίθουσες κύματα θεατών που νιώθουν ρίγος με τα πλάνα του Γαβρά, με τη μουσική του Μίκη, με το βλέμμα του Τρεντινιάν και του Μοντάν. Είναι η εποχή που μια μικρή χώρα απέκτησε πολλούς και μεγάλους σε ψυχή φίλους, είναι η εποχή που τα φοιτητικά δωμάτια στην Ευρώπη είχαν αφίσες του Ζ.
Από αύριο στο πρώτο νεκροταφείο Αθηνών θα αναπαύεται και ο Χρήστος Σαρτζετάκης μαζί με τον Γρηγόρη Λαμπράκη και τον Γεώργιο Παπαδόπουλο. Η δικαιοσύνη έχει κάθε λόγο να πενθεί.
Σχεδόν εξήντα χρόνια από τότε αυτό που αξίζει να θυμάται κανείς είναι τα λόγια του εισαγγελέα Παύλου Δελαπόρτα στη δίκη των φονιάδων:
Σήμερα, εδώ, ένα σύμφυρμα κλεφτών, βιαστών, δωσιλόγων και κάθε
είδους κακοποιών, εμφανίζεται προς εθνοκαπηλία και ανομολογήτως ιδιοτελείς
σκοπούς, ως προστάτης κοινωνικών καθεστώτων, ως φύλακας ιερών και οσίων και
ως Κέρβερος του νόμου και της τάξης. Τι άλλο έπρεπε να περιμένει κανείς από αυτό
πλην του ότι θα εξελισσόταν σε κακοήθη νεοπλασία της κοινωνίας;
Δεν ξέρω τι σκέφτεστε εσείς, αλλά εγώ επιμένω: η δικαιοσύνη έχει κάθε λόγο να πενθεί…