Γιουβαρλάκια κοκκινιστά της γιαγιάς Ανδρονίκης

«Στις κακουχίες συνηθίζει το τομάρι σου, άμα στην πείνα πως ν’ αντέξεις, τζιέρι μ’;», έλεγε με σοφία η κυρά Μαρίκα.  «Και στο ποδάρ’ να στέκεις όλη μέρα, άπαξ κι έβαλες μια βούκα ψωμάκ΄ στο στόμα σ’, στυλώθ’κες, γιαβρί μ’».

Θεσσαλονίκη Ιανουάριος 1942.

Άτιμος καιρός. Χιόνιζε ασταμάτητα  για δύο ολόκληρες  μέρες  κι αυτό δυσχέραινε  τον άθλο του μπάρμπα Κώστα να εξασφαλίσει το κάτι τις, το ελάχιστο για τα στόματα της οικογένειας του . Ακατόρθωτο! Ερημιά παντού. Που να έβρισκε να κάνει κανένα μεροκάματο; Γύρισε σπίτι του αργά το μεσημέρι παγωμένος με χέρια αδειανά!  Δεν άντεχε να βλέπει την απόγνωση στα μάτια των παιδιών του και κλείστηκε στο αποθηκάκι, καμώνοντας πως τάχα μου έψαχνε για καμιά κονσέρβα που μπορεί να είχε παραπέσει ανάμεσα στα άδεια καλάθια.

«Έχει ο Θεός», μουρμούρισε η κυρά Μαρίκα. Η Μιμή, η μικρότερη θυγατέρα γεννημένη λίγο πριν να κηρυχτεί ο πόλεμος άρχισε να κλαίει μόλις κατάλαβε πως δεν υπήρχε φαγητό.  Έκλαιγε γοερά φωνάζοντας την πείνα της με όση δύναμη είχε η φωνή της.  Μάταια πάλευαν να την ησυχάσουν. Έπιανε την κοιλίτσα της και χτυπούσε τα αδύνατα ποδαράκια της στο ξύλινο πάτωμα του σπιτιού.  Από κάτω  έμενε μια συντοπίτισσα της οικογένειας. Πρόσφυγες απ’ την Πόλη ήταν κι αυτοί. Περήφανοι άνθρωποι όλοι τους. Η κυρά Μαρίκα μάλωνε την μικρή να πάψει να χτυπάει και φωνάζει. Δεν ήθελε να προσβάλλεται ο άντρας  της  σαν κανένας ανίκανος να θρέψει την οικογένειά του.

Πήρε την Μιμίκα στα πόδια της και της έλεγε παραμύθια μήπως και κατάφερνε να αποκοιμηθεί  νηστικιά. Είχε πια νυχτώσει. Τα πατζούρια ήταν κλειστά και είχαν τραβήξει τις βαριές κουρτίνες για να μην φαίνεται το φως της κάμαρας  έξω στον δρόμο.

Ακούστηκε ένα χτύπημα στην πόρτα.  Κοιτάχτηκαν όλοι μεταξύ τους με φόβο. Γερμανοί;

Μισάνοιξε την πόρτα η κυρά Μαρίκα. Έβγαλε το κεφάλι της και το μόνο που πρόλαβε να δει ήταν μια γυναικεία φιγούρα κουκουλωμένη στο τελευταίο σκαλοπάτι. Μετά χάθηκε στο σκοτάδι. Πάνω στο χιόνι έξω ακριβώς απ’ την πόρτα του σπιτιού έστεκε ένα τέντζερης που άχνιζε.

«Κανέναν δεν αφήνει ο Θεός!!!», είπε κι ακούμπησε τον τέντζερη πάνω στο μάρμαρο της κουζίνας . Άρχισε  να σερβίρει. Μοίρασε τα κοκκινιστά γιουβαρλάκια και τις πατάτες στα πιάτα των παιδιών κι αυτή με τον άντρα της έφαγαν την σάλτσα που είχε απομείνει…

Εκείνη τη νύχτα η κυρά Ανδρονίκη  που έμενε από κάτω  έκανε τον σταυρό της στα εικονίσματα και ξάπλωσε να κοιμηθεί  χαμογελαστή.  Το ίδιο και η Μιμίκα…

Ρούλα Καρασταύρου

ΓΙΟΥΒΑΡΛΑΚΙΑ ΚΟΚΚΙΝΙΣΤΑ ΤΗΣ ΓΙΑΓΙΑΣ ΑΝΔΡΟΝΙΚΗΣ

Υλικά

½ κιλό κιμά

100 γρ. ρύζι καρολίνα (μουσκεμένο σε νερό για 15 λεπτά)

½ ματσάκι μαϊντανό ψιλοκομμένο

½ κρασοπότηρο ελαιόλαδο

2 μέτρια κρεμμύδια τριμμένα

1 κ.σ. πελτέ ντομάτας

125 γρ. πασσάτα ντομάτας ή σάλτσα από φρέσκια ντομάτα

4 μέτριες πατάτες κομμένες κυδωνάτα

Αλάτι

Πιπέρι

½ κ.γ Κύμινο

Ελάχιστη κανέλα (προαιρετικά)

Εκτέλεση 

  1. Βάζουμε σε ένα μεγάλο μπολ μαζί με τον κιμά, το ένα από τα δύο τριμμένα κρεμμύδια, τον μαϊντανό ψιλοκομμένο, το ρύζι και το ελαιόλαδο και αλατοπιπερώνουμε. Προσθέτουμε το κύμινο και την κανέλα (προαιρετικά)
  2. Ζυμώνουμε πολύ καλά και πλάθουμε μπαλάκια σε μέγεθος μικρό.
  3. Βάζουμε λίγο ελαιόλαδο σ’ ένα τηγάνι και περνάμε τις πατάτες από το τηγάνι για να ροδίσουν. Το ίδιο κάνουμε και με τα γιουβαρλάκια. Τα αφήνουμε στην άκρη.
  4. Σε μια κατσαρόλα τσιγαρίζουμε για 1-2 λεπτά το δεύτερο ψιλοκομμένο κρεμμύδι με λίγο ελαιόλαδο και προσθέτουμε τον πελτέ.
  5. Στη συνέχεια προσθέτουμε την πασσάτα ή σάλτσα ντομάτας.
  6. Μόλις πάρει μια βράση, βάζουμε μέσα στην κατσαρόλα με την σάλτσα τα γιουβαρλάκια και τις πατάτες.
  7. Προσθέτουμε ελάχιστο αλάτι και πιπέρι και νερό μέχρι να καλυφθούν ίσα ίσα.
  8. Μαγειρεύουμε για 30 περίπου λεπτά σε μέτρια θερμοκρασία μέχρι να μείνουν τα γιουβαρλάκια και οι πατάτες με την σάλτσα τους.